Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Τι σημαίνουν οι λαϊκές εκφράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά;


Χρωστάει της Μιχαλούς: Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού. Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία – και η υπομονή της – στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».

Έφαγα χυλόπητα: Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους.

Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα – και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.

Μυρίζω τα νύχια μου: Η φράση προέρχεται από την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ’ ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ’ αυτό τον τρόπο έπεφταν σ’ ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.

Τρώει τα νύχια του για καυγά: Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο.
Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν. Γι’ αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».

Μάλλιασε η γλώσσα μου: Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το
παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.

Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά.

Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : «μάλλιασε η γλώσσα μου«, που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.

Μου έφυγε το καφάσι: Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε :» του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.

Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε :»μου έφυγε το καφάσι» , δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα

Τουμπεκί: «Τουμπεκί » λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί ».

Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.

Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το « ψιλοκομμένο » τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

Έφαγε το ξύλο της χρονιάς: Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν, σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά, έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά το χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα – για να ξαναρχίσουν, πάλι, τέλη Σεπτεμβρίου – κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο, για να φάει το. .ξύλο του.

Έτσι είχαν την εντύπωση, ότι τον ένα μήνα, που θα έλειπαν από το σχολείο, θα ήταν φρόνιμοι. Από αυτό βγήκε και η φράση: «έφαγε το ξύλο της χρονιάς του«, που τη λέμε, όταν μαθαίνουμε, πως κάποιος τις έφαγε για τα καλά.

Κάποιο λάκο έχει η φάβα: Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της . Από ‘δω έχουμε και τη γνωστή φράση «κάποιο λάκκο έχει η φάβα».

Έφαγε το καταπέτασμα: Για εκείνους που τρώνε πάρα πολύ, τους αδηφάγους ή τους άρπαγες, συνηθίζουμε να μεταχειριζόμαστε την έκφραση αυτή. Παραπέτασμα, κουρτίνα, στόρι, ίσως και τραπεζομάντηλο. Στη φράση αυτός που πήρε ακόμα και το «αταπέτασμα» ή κατά άλλους έφαγε ακόμα και το τραπεζομάντηλο….τόση πείνα είχε….

Θα σε κάνω του αλατιού: Η φράση «θα σε κάνω του αλατιού» βγήκε από τον τρόπο που γίνονται οι σαρδέλες και γενικά όλα τα ψάρια, όταν παστώνονται με αλάτι. Ζαρώνουν και χάνουν την όμορφη εμφάνισή τους. Έτσι λοιπόν, θα τον κάνει όταν τον δείρει, όπως το ψάρι στο αλάτι.

Να τραβάς τα μαλλιά σου: Φράση που τη μεταχειρίζεται κανείς, όταν θέλει να πει σε κάποιον ότι θα τον κάνει να πονέσει, θα τον καταστρέψει . Η φράση προήλθε από το έθιμο να τραβάνε τα μαλλιά τους αυτοί που πενθούν, αυτοί που θρηνούν.

Κάποιος φούρνος γκρέμισε: Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους. ..φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι» το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά» τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.

Όταν λοιπόν στα χωριά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε«, εννοώντας ότι με το θάνατο του αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι γκρέμιζε, χανόταν. Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε» που τη λέμε, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.

Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του: Στα παλιά τα χρόνια τα κουρσάρικα πλοία είχαν πλήρωμα συνήθως κωπηλάτες, που οι περισσότεροι ήταν συνήθως κατάδικοι (άνθρωποι των κατέργων – δηλ. πλοίο που δούλευαν στο πλοίο).

Όταν λοιπόν ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του, μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ’ το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους πάγκους.

Του Κουτρούλη ο Γάμος: Κατά τη διαπόμπευση κουρεύανε τον «αμαρτήσαντα«, τον έκαναν δηλαδή «κουτρούλη» (από το κούτρα, που θα πει κεφάλι) κι ύστερα άρχιζε η περιφορά στους δρόμους και στις πλατείες της βασιλεύουσας των πόλεων.

Γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο, με τενεκέδες, σάπια φρούτα, λεμόνια που του πετούσαν, τα κουδούνια που του κρεμούσαν, και τις καμπάνες που τις χτυπούσαν, για να τον υποδεχτούν.

Της κρέμασαν κουδούνια: Αυτοί που παρακολουθούσαν το θέαμα της διαπόμπευσης, δεν τους αρκούσε που άκουγαν βρισιές και τα διάφορα πειράγματα, αλλά για να γίνεται περισσότερος θόρυβος τους κρέμαγαν διάφορα καμπανάκια (κουδούνια) ή τους υποδεχόντουσαν με κωδωνοκρουσίες.

Καβάλησε το καλάμι: Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτεςτο έλεγαν για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και όταν ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους, καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι.

Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν. Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας, με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα).

Κάνει την πάπια: Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδάτορας- ονομαζόταν Παπίας. Με τον καιρό αυτό το όνομα έγινε τιμητικός τίτλος, που δίνονταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Κάποτε – όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β’ – Παπίας του παλατιού έγινε οΙωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης.

Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες. Όταν κάποιος τού παραπονιόταν πως τον αδίκησε έλεγε υποκριτικά «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Πως μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;» Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο.

Γι’ αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά «Ποιείς τον Παπία;» Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.

Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά: Έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο. Την εποχή λοιπόν που οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταλάβουν την Πόλη, χρησιμοποιούσαν εμπορικά πλοία στα οποία έδεναν ένα μικρό καραβάκι από πίσω προκειμένου να μεταφέρουν τα πυρομαχικά.

Το καραβάκι αυτό είχε σχήμα αχλαδιού. Έτσι λοιπόν όταν οι φρουροί των τειχών έβλεπαν ένα τέτοιο πλοίο καταλάβαιναν από το καραβάκι ότι ήταν πολεμικό και όχι εμπορικό. Φώναζαν λοιπόν για να προειδοποιήσουν τους υπολοίπους «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά»αναφερόμενοι στο καραβάκι με τα πυρομαχικά.

Αλαμπουρνέζικα: Ακαταλαβίστικα, σε ακατάληπτη γλώσσα. Αβέβαιη η εξήγηση – ετυμολογία της. Ίσως πρόκειται για δυο λέξεις (αλά Μπουρνέζικα) – όπως λέμε αλά Γαλλικά- δηλ. στη διάλεκτο της φυλής Μπουρνού, που ζει σε μια περιοχή του Σουδάν, η οποία για τους περισσότερους είναι ακατανόητη…

Κατ’ άλλη άποψη, ο αρχικός τύπος της λέξης, που στη συνέχεια παρεφθάρη, ήταν αλιβορνέζικα, δηλ. πράγματα θαυμαστά και ασυνήθιστα που προέρχονται από το Λιβόρνο της Ιταλίας. Σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, η λέξη σχηματίστηκε από το ιταλικό alla burla, που σημαίνει στ’ αστεία.

Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή «βεντέτα» ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε για πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: «Για ψύλλου πήδημα».


Αυγά σου καθαρίζουν; Τη λέμε δε, όταν βλέπουμε κάποιον να γελά χωρίς λόγο και αφορμή. Μια φορά το χρόνο, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν -για να τιμήσουν την Αφροδίτη και το Διόνυσο- μ’ έναν πολύ τρελό και παράξενο τρόπο: Κάθε 15 Μαΐου, έβγαινε ο λαός στις πλατείες και άρχιζε τον «πετροπόλεμο» με. αυγά μελάτα!

Χιλιάδες αυγά ξοδεύονταν εκείνη την ημέρα για διασκέδαση κι ο κόσμος γελούσε ξεφρενιασμένα. Τα γέλια αυτά εξακολουθούσαν για βδομάδες ολόκληρες. Στη γιορτή αυτή δεν έπαιρναν μέρος μονάχα οι πολίτες, που ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης, αλλά και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, στρατηγοί, άρχοντες, Ρωμαίες δεσποινίδες και αυτοκράτορες καμιά φορά. π. χ. ο «αυγοπόλεμος» ήταν μια από τις μεγάλες αδυναμίες του Νέρωνα, που πετούσε αυγά στους αξιωματικούς και τους ακόλουθους των ανακτόρων του, χωρίς να είναι η μέρα της γιορτής των αυγών. Στο Βυζάντιο φαίνεται πως η γιορτή έγινε της μόδας, για πολύ λίγο διάστημα όμως.

Σε πολλά βυζαντινά κείμενα, αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο με δύο – τρία λόγια. Έτσι από το περίεργο αυτό έθιμο – που η αιτία του χάνεται στα βάθη των αιώνων – έμεινε η ερωτηματική φράση: «αυγά σου καθαρίζουνε;».

Κατά φωνή κι ο γάιδαρος: Από τα αρχαία χρόνια, οι άνθρωποι αγαπούσαν αυτό το ζώο, όχι μόνο για την υπομονή, αλλά και την αντοχή του στη δουλειά. Η ιστορία αυτής της φράσης έχει να κάνει με τονΦωκίωνα που ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι.

Τότε αποφάσισε, από ότι έχουμε διαβάσει, να αναβάλει για λίγες μέρες την επίθεση του, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου στο στρατόπεδο του:

- Κατά φωνή κι ο γάιδαρος... είπε τότε.

ΛΙΑΝΑ ΚΑΝΝΕΛΗ: «ΕΜΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟ»


PDF Εκτύπωση E-mail



altΤο Άγιον Όρος, την τύχη την αγαθή είχα να το πρωταντικρίσω εγώ πετώντας μ' ένα «Μιράζ 2000» πάνω απ' τον Άθω πέρυσι τέ­τοιες μέρες. Ήταν το δώρο των φρου­ρών του Αιγαίου, όπως έκτοτε απο­καλώ τους πιλότους της πολεμικής μας αεροπορίας, για τη γιορτή των αρχαγγέλων, τη δική τους, προς μία δημοσιογράφο που επιμένει να με­τράει τις αναχαιτίσεις των απέναντι κι όχι τις παραβιάσεις τους...

Λέγω «τύχη αγαθή» κι ας με πουν μελοδραματική, όσοι δεν ένιωσαν το προνόμιο να αεροζυγιάζονται με τα σύννεφα. Να περιδιάβαιναν τις κατοι­κίες των αγγέλων. Να βλέπουν μ' ό­λα τα κύτταρα του φθαρτού σώματος τους, την προσευχή ως αύρα χαρμο­λύπης να εγκολπώνεται σκήτες και μοναστήρια, τις κατοικίες των ερα­στών μιας ταπεινότητας, που αντέχει χίλια χρόνια τώρα να υπερασπίζεται με πίστη κι αγάπη τους πολλούς και άπιστους.
Όταν διάβασα στις εφημερίδες πως δύο κοινοτικές κυρίες αξιωμα­τούχοι βγήκαν να μας επιτιμήσουν που επιμένουμε στο Άβατον του «Πε­ριβολιού της Παναγιάς» μας, ανάμε­σα σε κάτι φληναφήματα περί ισότη­τας των δύο φύλων, διακρίσεις κι άλ­λα τέτοια εκ του πονηρού, όταν τα έργα απάδουν των μεγαλοστομιών, στην αρχή γέλασα. Ύστερα δημοσιο­γραφικών πονηρεύτηκα, ανησύχησα, για να οργιστώ εντέλει από το ενδε­χόμενο να πρέπει να είμαι συνεχώς σε ...αγιορείτικη επιφυλακή.

Ήθελα να τις έχω μπροστά μου με ελληνικό κρασί και ψωμοτύρι, σε ά­γιες νύχτες ανοιξιάτικες, να μυρίζει αγιόκλημα και θυμάρι, να σκάνε μέσα στα ρούχα του ορθολογισμού τους και να τους μιλάω ώρες για τον έρωτα της ελευθερίας. Να προσπαθώ να τους πω πως για μας εδώ, τους ενα­πομείναντες και τις εναπομείνασες, ρωμιούς και ρωμιές, ο έρωτας είναι που έφερε το Άβατον του Ορους. Και πως στην κλίμακα των δικών μας α­ξιών, όπου θα βρεις κομουνιστή να κάνει το σταυρό του και παπά με το ντουφέκι να υπερασπίζεται τα ντουβάρια του και ελεύθερους πολιορκη­μένους και γυναίκες να χορεύουν κα­τά γκρεμού και μιαν Ανάσταση ακατα­νόητη, αφού πεθαίνεις με την πίστη πως ο θάνατος με θάνατο νικιέται.

Πώς να τους πω όμως, πως εμείς μαθημένοι να πληρώνουμε περατατζίδικα στο Χάρο, με τραγούδια σαν το «έβαλε ο θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά κι ο πατέρας του στον Ά­δη άκουσε μια ντουφέκια», έχουμε μια Παναγιά που δεν είναι σαν τη Μαντό­να τους και κηδεύει το παιδί της με «Ω γλυκύ μου έαρ γλυκύτατον μου τέκνον πού έδυ σου το κάλλος...». Τι να τους πω; Πως το Άβατον το σεβά­στηκαν επί τετρακόσια χρόνια οι μου­σουλμάνοι κατακτητές μας; Πως, ό­ποτε κατατρεγμένος, διωγμένος λα­ός, γυναικόπαιδα, έτρεξαν να κρυ­φτούν στο Άγιον Όρος. Το Άβατον ήρθη, όπως με την Αγάπη και για την Αγάπη αίρεται ως και η ελευθέρια;

Θα με κοίταζαν ωσάν κάτοικο άλ­λου πλανήτη αν τους έλεγα πως, ό­ποιος προσπαθήσει να παραβιάσει το Άβατον θα βρει σ' αυτό το τρίτο πόδι της Χαλκιδικής ως άπαρτο ανάχωμα, πρώτες και καλύτερες τις γυναίκες αυτού του τόπου που δεν μετράνε την «ελευθερία» και τα «δικαιώματα τους» με το μέτρο που κονταίνει την πίστη των ανδρών τους. Πως δεν συλ­λογίζονται με το μέτρο των δήθεν δη­μοκρατών που καμώνονται τους υπε­ρασπιστές των ανθρωπίνων δικαιω­μάτων και αποδέχονται την αποικιο­κρατική πολιτική, τα στρατηγικά συμ­φέροντα με χώρες βαφτισμένες «χώ­ρες του τρίτου κόσμου» και το εμπάρ­γκο στα παιδάκια του Ιράκ, ως το α­παραίτητο μέτρο συνετισμού της η­γεσίας τους.

Ποιος θα τολμήσει και κυρίως ποια γυναίκα πολιτικός να αντιπαρατεθεί σε μια στάση ζωής ελληνίδας γυναί­κας που ακόμη κι όταν πονάει και δεν καταλαβαίνει γιατί ο γιος της αφιε­ρώνεται στο Χριστό και χάνεται στο «Περιβόλι της Παναγιάς» το μόνο που δε σκέφτεται είναι να αντιπαρατεθεί στη βούληση του Άλλου, πατώντας εκεί όπου η ίδια δοξάζεται ως γυναί­κα όσο πουθενά αλλού. Είναι παρά­λογο, λοιπόν, το Άβατον; Πόσο; Ίσως. όχι τόσο για μας όσο το... πολιτισμέ­νο γεγονός να υπάρχουν κέντρα δια­σκέδασης στη Δύση όπου οι πορτιέ­ρηδες αποφασίζουν ποιος μπαίνει μέ­σα και ποιος όχι, με μόνο κριτήριο την όψη, τα ρούχα και τον...αέρα κοσμικό­τητας που αποπνέουν. Πώς να το κα­ταλάβει το Αβατον αυτή η Δύση; Που ό,τι δεν κατανοεί, όπου αδυνατεί να αισθανθεί τον όποιο Άλλο με συγκα­τάβαση, οταν δεν μπορεί να ηθικολο­γήσει κατά τα καλά και συμφέροντα της, επεμβαίνει, κατακτά, καταπιέζει, βιαίως «εκπολιτίζει», πλούσια σε προσχήματα και λογικοφανή τεχνά­σματα, χρήματα και όπλα, βέτο σε διε­θνείς οργανισμούς κι άλλα πολλά πα­ρόμοια.

Όσο η Κύπρος θα χωρίζεται από μια γραμμή αίματος βαφτισμένη πρά­σινη για τις δυτικές συμμαχικές α­νάγκες. Όσο οι πλούσιοι δυτικοευρω­παίοι θα αναζητούν σεξουαλικό του­ρισμό ανήλικων στη Άπω Ανατολή ως ...διάλειμμα στις μπίζνες. Όσο ένα κε­φάλι κυανοκράνου θα βαραίνει όσο μια χιλιάδα ανώνυμοι νεκροί σε μαύρη, ά­σπρη, κίτρινη, χώρα επιρροής τους. αυτοί οι υπερασπιστές δήθεν, των αν­θρωπίνων δικαιωμάτων και της ισό­τητας δήθεν των φύλων, ούτε να μι­λούν επιτρέπεται για το Αβατον του Άθω. Νισάφι πια! Εκτός κι αν αληθεύ­ουν οι πληροφορίες πως τάχαμου η Ουνέσκο για να πατήσει πόδι εκεί όπου της λένε πως υπάρχουν θησαυ­ροί, με σταυροψυχάρεια τερτίπια και κατάλληλη διπλωματική εκμετάλλευ­ση της βαλκανικής πολυεθνικότητας των μονών, μηχανεύεται να θέσει υ­πό την προστασία της το Άγιον Όρος. Στον τόπο μας κάποιος πρέπει να τους πει όλων αυτών των προστατών πως την προστασία αυτήν εμείς, άν­δρες και γυναίκες, τη λέμε νταβατζι­λίκι, την απεχθανόμαστε και την πα­τρίδα ακόμη και με Εφιάλτες δικούς μας, δεν την βγάζουμε στο κλαρί. Τη δε πίστη μας που δεν ξέπεσε ποτέ στην κοσμικότητα των συγχωροχαρτιών, την υπερασπιζόμαστε με αίμα.

Άλλωστε, πως να κατανοήσουν ό­λοι αυτοί οι προστάτες και οι προ­στάτιδες δυνάμεις πως εμείς την Πα­νάγια την έχουμε Αρχιστράτηγο, Υπέρμαχο και τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια και την έργω αγάπη μας καταθέτουμε πανηγυρικώς, ψάλλο­ντας Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.

Σ' αυτήν την Ορθόδοξη «πόρτα» του Ουρανού, οι δικοί μας άντρες μάς αφήνουν εμάς τις αγαπημένες τους κέρβερους. Και βρυχώμεθα κάθε που κάποιος ή κάποια βαφτίζει «πολιτι­κή», το ανίερο δικαίωμα να παρεμβαί­νει στην ιερότητα της προσευχής που δεν καταλαβαίνει. Αν δε, προσπαθή­σει να την ...εφαρμόσει κιόλας, δα­γκώνουμε.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΠΙΚΑΚΗΣ

ΚΥΠΡΟΣ 1974

Όταν οι Έλληνες πολεμούν σαν Μπικάκης

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΠΙΚΑΚΗΣ

Ο ΗΡΩΑΣ ΠΟΥ ΤΣΑΚΙΣΕ ΤΟΝ ΑΤΤΙΛΑ

Η άγνωστη ιστορία του, από τότε που δημοσιεύτηκε κυρίως στο διαδίκτυο, κάνει τους Έλληνες που νοιάζονται να ριγούν από συγκίνηση, μα και να σφίγγουν τα δόντια από αγανάκτηση! Όμως ένα είναι βέβαιο. Καθένας που θα διαβάσει για τούτο το παλικάρι, θα νιώσει πως δίκαια του αξίζει μια θέση δίπλα στους μεγαλύτερους Ήρωες του Ελληνισμού! Και καθένας θα θελήσει να γίνει «Μπικάκης» σαν έρθει η ώρα να ξοφλήσει η Ελλάδα τους λογαριασμούς της με τους παρανοϊκούς Στρατηγούς της Τουρκίας, που κρατώντας σε στρατιωτική κατοχή τη μισή σχεδόν Κύπρο για 35 ολόκληρα χρόνια και παραβιάζοντας σχεδόν καθημερινά την Ελλάδα, παραβιάζουν την Ειρήνη, αλλά και την υπομονή του Θεού, που θα αποδώσει κάποτε Δικαιοσύνη…


ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΑΣ ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΠΙΚΑΚΗΣ

ο Έλληνας «Ράμπο»


«...Η προδοσία της Κύπρου βρίσκεται σε εξέλιξη, ο Αττίλας προχωρά και οι Καταδρομείς βρίσκονται στην Μεγαλόνησο να υπερασπιστούν τα πάτρια εδάφη. Ανάμεσα σ’ αυτούς ένας απόγονος των Μινωιτών τοξοτών, του Δασκαλογιάννη, του Γιαμπουδάκη, ο καταγόμενος από το χωριό Ασή Γωνιά, στα σύνορα Ρεθύμνου – Χανίων, καταδρομέας Μπικάκης, μια ηρωική μορφή των μαχών, ανάμεσα σε όλες τις άλλες των Ελλήνων πολεμιστών της Α΄ Μοίρας της ΕΛΔΥΚ και των Κυπρίων καταδρομέων.


Η μοίρα χωρίζεται σε ζευγάρια έχοντας βαρύ οπλισμό, μερικά οπλοπολυβόλα και ΠΑΟ. Σε ένα από αυτά ο Μπικάκης μαζί με τον έτερο κρητικό Μπιχανάκη καλούνται να υπερασπιστούν την περιοχή αριστερά της αντιπροσωπίας της “Ford”, γνωστό ως ανώνυμο λόφο αφού οι Τούρκοι προωθούνται στα προάστια της Λευκωσίας.


Ο Μπιχανάκης μεταφέρει και εναποθέτει 8 βλήματα ΠΑΟ και ο Μπικάκης με το ΠΑΟ του παρατηρεί τον χώρο και το πεδίο βολής που του έδινε.
Υπό συνεχή βροχή από όλμους των 4,2 χιλιοστών των Τούρκων, ο Μπικάκης μετακινείται προς άλλο σημείο, πιστεύοντας ότι ο Μπιχανάκης τον είχε αντιληφθεί, όμως απορροφημένος από την μεταφορά των βλημάτων, δεν είδε την μετακίνηση του Μπικάκη και αμέσως άρχισε να τον καλεί χωρίς να λαμβάνει απάντηση. Γύρισε πίσω και ανάφερε την απώλεια του συντρόφου του. Όμως ο Μπικάκης ζει και με την σειρά του ψάχνει τον σύντροφο του, νομίζοντας ότι σκοτώθηκε. Δεν παίρνει απάντηση, αφού το μόνο που ακούει είναι οι εκρήξεις από τους όλμους των Τούρκων!


Παρόλο που γνωρίζει ότι είναι μόνος, δεν λιποψυχεί αλλά μένει στη θέση του, ακολουθώντας τις εντολές που είχε. Μία ανεπανάληπτη και ανορθόδοξη αναμέτρηση ανάμεσα στον ΑΝΘΡΩΠΟ και στις μηχανές.
Τοποθετεί το βλήμα, φέρνει το ΠΑΟ στον ωμό του και το μάτι του στην διόπτρα.
Έρχονται 6 άρματα Μ-48-Α2 και πίσω τους ένα Τουρκικό Τάγμα Πεζικού!

Στα 300 μέτρα εγκλωβίζει το 1ο άρμα και στα 270 μέτρα το κάνει παλιοσίδερα, αναγκάζοντας τα δυο άτομα του πληρώματος να το εγκαταλείψουν!

Αλλάζει θέση, εγκλωβίζει το 2ο άρμα και το τυλίγει στις φλόγες χωρίς να γλιτώσει κανείς!

Στα 200 μέτρα καταστρέφει και το 3ο άρμα, ενώ οι Τούρκοι τον ψάχνουν σαν τρελοί, αλλάζει θέση και καταστρέφει και το 4ο μην αφήνοντας κανένα ζωντανό!!!


Τα δυο εναπομείναντα άρματα φοβούνται και κρύβονται, όμως
το 5ο κάνει το λάθος και εμφανίζεται δίνοντας την ευκαιρία στο Μπικάκη να το στείλει από εκεί που ήρθε!

Το 6ο και τελευταίο οπισθοχωρεί ελπίζοντας ότι θα γλιτώσει 700 μέτρα μακριά από τον Μπικάκη, αυτός όμως το καταστρέφει και αυτό! Τα πληρώματά τους, που μέρες πριν έκαιγαν άμαχους, γυναίκες, ιερείς και παιδιά, κάηκαν σε λίγα λεπτά από τον μοναχικό Κρητικό εκδικητή! Θαρρείς κι ήταν ένα μακάβριο παιγνίδι θανάτου, που από Θεία θέληση έπρεπε να το κερδίσει ο Άνθρωπος…


Οι Τούρκοι πεζικάριοι βλέποντας το θάνατο μπροστά τους τρέχουν να καλυφθούν στη σχολή Γρηγορίου. Τα δυο εναπομείναντα βλήματα του Μπικάκη ρίχνονται στο ισόγειο και στον δεύτερο όροφο του κτιρίου! Ποσά πτώματα μέτρησαν οι Τούρκοι στο κτίριο δεν μαθεύτηκε ποτέ…


Παρέμεινε τέσσερις μέρες χωρίς τροφή, πολεμώντας με ένα πολυβόλο, που βρήκε πεταμένο στον διπλανό λόφο και έχοντας δίπλα του τη φωτογραφία της Ελένης που τον περίμενε στη Κρήτη!.


Ο Καταδρομέας Μπικάκης (όπως και κανένας άλλος Αξιωματικός ή οπλίτης από όσους έλαβαν μέρος στην άνιση τούτη Μάχη) δεν έλαβε ποτέ κάποια ηθική αμοιβή ή έπαινο! Η πρόταση του Διοικητού του, για άμεση απονομή του
Χρυσούν Αριστείου Ανδρείας, έμεινε για πάντα στα συρτάρια των "ΗΓΕΤΩΝ".

Από ένοχη σιωπή; Από ντροπή; Από προκατάληψη; Κανένας ποτέ δεν έμαθε…


Όταν απολύθηκε από το Στρατό, εργάστηκε σαν οικοδόμος. Έκανε οικογένεια και παιδιά. Άφησε την τελευταία του πνοή σε τροχαίο ατύχημα το 1994, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, φεύγοντας από τη ζωή - όπως κι άλλοι μαχητές Καταδρομείς, Ελδυκάριοι και κυβερνήτες των Νοράτλας - με
την πίκρα της μη αναγνώρισης…


Τιμήθηκε μετά θάνατον από την Λέσχη Καταδρομέων Ημαθίας. Η τιμητική πλακέτα απεστάλη από τον - εν ζωή τότε - Πρόεδρο της Λέσχης Δρούγκα Στέφανο, στους Γονείς του στην Κρήτη…


Κανένας Δάσκαλος ή ιστορικός δεν μίλησε ποτέ στους μαθητές του γι αυτόνΚανένας ποιητής δεν αφιέρωσε λίγη απ τη σοφία του για κάποιες αράδες από λέξεις…έστω για ένα τραγούδι.


Σε ολάκερη την Ελλάδα, μήτε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη, δεν υπήρξε ποτέ κάποιος δρόμος που να χωρέσει το όνομά του…»


Εμμανουήλ Μπικάκης, ένας μεγάλος, σύγχρονος εθνικός Ήρωας Πολέμου,

που κρύψανε οι άνανδροι, για να μην φαίνεται τόσο ανυπόφορη η ανανδρία τους…