Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Απόσπασμα από το έργο του «Οι πανθέοι» του Αθανασιάδη Αναστάσιου

Τα δύο τάγματα απ’ τη μονάδα του Κίτσου, που προστατεύανε μια αλυσίδα με συνεχόμενα υψώματα νοτιοδυτικά του Καλπακιού, στις 5 Νοεμβρίου, το μεσημέρι, δέχτηκαν σφοδρές αλληλοδιάδοχες επιθέσεις από αεροπλάνα και πυροβολικό, γιατί ο εχθρός δοκίμαζε να τα παραπλανήσει με μια πίεση στα πλευρά προτού επιχειρήσει επίθεση κατά μέτωπο. Μα τα τάγματα αμύνονταν με πείσμα δίνοντας στο κέντρο την ευκαιρία να ενισχύσει την αντίστασή του, ενώ αναγκάζανε τον εχθρό ν’ αποκαλύψει τις δυνάμεις του. Έτσι, η νύχτα βρήκε τις θέσεις τους όπου τις είχε φωτίσει η αυγή.

Βαθειά μεσάνυχτα, πήρε και το τέγμα του Κίτσου διαταγή να προωθηθεί ως το βορεινό άκρο της κοιλάδας του Καλαμά. Μέσα του χιονοβρόχι οι άνδρες του λόχου του, χωμένοι κάτω απ’ το αντίσκηνα, ανηφορίζανε κάπου μια ώρα ανάμεσα στα βράχια, ώσπου χωθήκανε στα χαρακώματα τα σκαμμένα βαθειά σ’ ένα αντέρισμα, κοντά στους Νεγράδες. Όπως είτανε κατάκοποι, ποτισμένοι ως το κόκκαλο απ’ την υγρασία, πέσανε πάνω στους γεώσακους και λαγοκοιμήθηκαν.

Ο Κίτσος, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ακούοντας κάποια στιγμή μέσα στο βύθισμά του το σκοπό να φωνάζει «αλτ», πετάχτηκε έξω. Μέσα στην πρωινή αχλύ ξεχώρισε τρεις χωριάτισσες ν’ ανηφορίζουν για τα χαρακώματα.
-Είμαστε χωριανές από δω, απ’ τους Νιγράδς…, απαντούσανε στο σκοπό.
Σήκωναν κάτι στους ώμους τους, γι’ αυτό είχαν σταθεί να ξαποστάσουν.
-Και τι θέλετε; Τι γυρεύετε τέτοιαν ώρα στα χαρακώματα; Τους φώναξε ο Κίτσος δρασκελώντας στο μέρος τους.
Οι γυναίκες ξεφόρτωσαν τον ώμο τους κι ανηφορίσανε χωρίς ν’ απαντήσουν. Όταν φτάσανε μπρος του, είδε πως οι δυό ήταν ηλικιωμένες. Σήκωναν τενεκέδες.
-Είμαστε, γιόκα μου, χωριανές απ’ τους Νιγραδς και σας φέραμαν λίγο γάλα να πιείτε…, είπε η πιο γερόντισσα, ενώ τον κύτταζε γελαστή. Είταν ψηλόκορμη, μ’ ένα δίχτυ ρυτίδες στο στεγνό της πρόσωπο, που τέλειωνε σ’ ένα ξεδοντιασμένο στόμα.

Ο Κίτσος άπλωσε το χέρι στον ώμο της, συγκινημένος:
-Μα δεν έχομε αρρώστους, γιαγιά… Αυτά είναι για τα νοσοκομεία…
-Τι γι’ αρρώστους, μολογάς γιε μου; Ειν’ καλύτερη θρουφή για να βαστάξτι’, θα μπήτε σ’ αμάχη.
Τα μάτια του Κίτσου δάκρυσαν. Έσκυψε και της φίλησε το χέρι. Εκείνη σα να ντράπηκε με το φέρσιμό του. Τιε πήρε μαζί του στο καταφύγιο κι έστειλε στρατιώτες να φέρουν μέσα τους τενεκέδες. Ευθυμία απλώθηκε σ’ όλο το χαράκωμα. Οι γυναίκες απαντούσανε ντροπαλές στις ερωτήσεις του λοχαγού. Δεν δέχτηκαν τσιγάρο. Η μια είχε τον εγγονό της σε κάποιο σύνταγμα της Μεραρχίας, ο γιος της άλλης είχε χαθεί στη Μικρασία κι ήρθε με την κόρη της.
Φεύγοντας είπαν πως θα ξανανέβουν. Ότι θάχανε φτάσει στον κάμπο, το εχθρικό πυροβολικό άρχισε να σφυροκοπά την κοιλάδα. Οι έγχρωμες οβίδες, που έρριχνε για να του επισημαίνουμε τα ρήγματα, συχνά αντιφεγγίζανε πάνω απ’ τα χαρακώματα.
Προς το βράδι, ο λοχαγός κάλεσε τον Κίτσο στο τηλέφωνο. Ένας στρατιώτης έτρεξε και τον έβγαλε από το χαράκωμα, όπου κουβέντιαζε με τους ομαδάρχες του.
-Ο εχθρός μας ξαναπήρε στην Γραμπάλα, του είπε λαχανιαστά: Θα μεταβιβάσετε προσωπικώς και αυτολεξεί τη διαταγή του αρχηγού στο διοικητή της επιχειρήσως, να ενεργήσει στις πέντε το πρωί αντεπίθεση για την ανακατάληψή της…

Και του έδωσε κάπως αόριστες οδηγίες για την κατεύθυνση που θάπαιρνε.
Ο Κίτσος άρπαξε ένα βραχύκαννο και ξεκίνησε μεσ’ στο σκοτάδι. Βαδίζοντας, συχνά με πόδια και χέρια, ανάμεσα από θάμνους, βράχια, φαράγγα, όταν απόκαμνε, ακουμπούσε στο όπλο του κι έπαιρνηε βαθειά αναπνοή. Σε μια τέτοια στιγμή, αναδύθηκε ξαφνικά απ’ το σκοτάδι το πρόσωπο της Μάρμως, όπως του ψιθύριζε στο σταθμό με δειλή φωνή: «Κίτσο, θάμαι, θάμαι… τώρα εγώ η μητέρα σου…». Έβιασε τον εαυτό του να διώξει από μπρος του τη μορφή της, μα εκείνη τον ακολούθησε για κάμποσα ακόμη λεπτά: «Κίτσο… ήθελα από χτες να σου πω… θάμαι, θάμαι τώρα εγώ η μητέρα σου…».
Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά σε δύο ξιφολόγχες.. ένας τρίτος, προτείνοντας την κάννη του τον ρωτούσε ποιος είτανε.

-Ο αξιωματικός 145 Μ. Φέρνω εμπιστευτική διαταγή…, πρόφτασε να πει.
Τον οδήγησαν σ’ ένα εκκλησάκι χωμένο μέσα στα κέδρα. Κάτω απ’ το αντίφεγγο μιας καντήλας ένας πανύψηλος ασπρομάλλης, με ριγμένη πάνω του την τσοπανίσια κάπα, άφησε γύρω τους αξιωματικούς και τον τράβηξε σε μια γωνιά. Ο Κίτσος, καθώς του μεταβίβαζε λέξη προς λέξη τη διαταγή, δεν έπαιρνε από πάνω του το βλέμμα, γοητευμένος απ’ την τραχειά μεγαλοπρέπεια αυτού του αρχιτσέλιγκα συνταγματάρχη. «Αυθεντικός ήρωας του Εικοσιένα», συλλογίστηκε αδειάζοντας μονορούφι το παγούρι που του φέρνανε. Ένας αξιωματικός, βλέποντας τα ξεσκισμένα γάντια του, τούδωσε τα δικά του.
Γυρίζοντας, μια ώρα αργότερα, στο λόχο του, τους βρήκε να μοιράζουνε συσσίτιο πορείας. Είχε έρθει στο μεταξύ διαταγή βα προωθηθούν ως τα ριζά της Γραμπάλας, για να ενισχύσουν το τμήμα που το πρωί θα επιχειρούσε τηνεξόρμηση.

Όταν φτάσανε εκεί,ε ίτανε ακόμη βαθειά νύχτα. Κάτι σα μούχλα και πανί λαδωμένο από αρυκτέλαιο ανάδινε το νεό χαράκωμα. Πέσανε πάνω στους γεώσακους με τις ξιφολόγχες γυμνές. Το πιπεράτο αγιάζι έκανε τα μάτια τους να δακρύζουνε.
Ένας δεκανέας πέρασε μπρος απ’ τον Κίτσο σαν ίσκιος, τον πασπάτεψε κι άφησε στο χέρι του μια χούφτα σταφίδες με λίγη κουραμάνα.

-Έχετε ξαναπολεμήσει, κύριε ανθυπολοχαγέ; τον χαμηλορώτησε κάποιο λεπτόκορμο παλληκάρι με ροδαλό πρόσωπο και πρόωρα ασπρισμένο μαλλί, όπως περνούσε από μπρος του.
-Όταν κηρύχτηκε ο πρώτος πόλεμος είμουν τριώ χρονώ…, έσκυψε ο Κίτσος πάνω του.
-Εγώ, ως προχτές, ήμουν κλεισμένος στο εξοχικό μας στην Άρτα και διάβαζα τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια πασχίζοντας να μάθω απέξω τα άρθρα της. Τώρα καταλαβαίνω τι βλακεία έκανα…
σκύβοντας, γιατί ήταν ψιλόλιγνος σαν ελάτι, στάθηκε μπρος τους ο λοχαγός. Ήταν ένας καλόκαρδος μυτιληνιός, που είχε αρχίσε φανταράκι στη Μικρά Ασία για αν φτάσει σ’ αυτό το βαθμό. Απ’ το σκοτάδι δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τη νευρικότητα στο σταφιδιασμένο του πρόσωπο:
-Γεια σας, παιδιά…, έρριξε μιαν εξεταστική ματιά μέσα στο χαράκωμα κι άπλωσε τη χούφτα στο δεκανέα να του δώσει σταφίδες.

Βάλθηκε να τις μασουλάει χτυπώντας τα χείλη του: Να ξέρετε, παιδιά, δε σκοτώνουν όλες οι οβίδες κι οι σφαίρες. Σα θηλυκά που είναι, έχουν τις ιδιοτροπίες τους. Όταν μάλιστα έχετα την εξυπνάδα να εκμεταλλευθήτε το έδαφος, λιγοστεύουν πολύ οι πιθανότητες. Στο κάτω-κάτω, όμως, τι είμαστε κι εμείς; Άνθρωποι που θα πεθάνουμε. Μόνο η πατρίδα μας, η Ελλάδα, μένει αθάνατη. Αν είχατε τα μάτια του Άργου της Μυθολογίας μας, τότε θα βλέπατε πως όλη η πολιτισμένη ανθρωπότητα είναι τούτες τις μέρες σκυμμένη πάνω μας και μας θαυμάζει. Γιατί αψηφίσαμε μια ψευτομεγάλη δύναμη-τους Ιταλούς- τα βάλαμε μαζί τους κι αντιστεκόμαστε, όπως αντισταθήκανε οι αρχαίοι Έλληνες στους Πέρσες και τους νικήσανε στο Μαραθώνα, κι όπως πάλι, στο Εικοσιένα, νικήσαμε τους Τούρκους στο Βαλτέτσι, στους Μύλους και σε κάθε βουνοποριά. Έτσι, θα μας βοηθήσει ο θεός της Ελλάδας μας κι η Παναγιά, που μας παραστέκει στιον αγώνα αυτόν, να νικήσουμε τους Ιταλούς. Πρέπει ο ήλιος να μας βρει πάνω στη Γραμπάλα…

Ο Κίτσος τον ακολούθησε ως το τετράγωνο όρυγμα, όπου κλαδώνανε τα χαρακώματα. Εκεί έμεινε μόνος, με τη ρέχη ακουμπισμένη στο χωματένιο υγρό τοίχωμα απ’ όπου μόλις έβγαινε το κεφάλι του. Αισθανόταν κάτι τραχύ κι εξοσιαστικό, που εμπόδιζε τη δκέψη του να γυρίσει μια βδομάδα πίσω.. πολύτιμο για την αυτοσυντήρηση του, όπως ο θώρακας ή η νάρκωση, για να μη γίνεται ο πόνος αισθητός. Αυτή, λοιπόν, ήταν η τελειωτική μορφή, που θάπαιρνε ο εσωτερικός κόσμος του μπρος στο ενδεχόμενο στου θανάτου ή θα νιωθε ακόμη πολλές διάμεσες μεταμορφώσεις πριν το απρόβλεπτο; ρωτήθηκε. Έκλεισε τα μάτια προστάζοντας τον εαυτό του να μη σκεφτεί, ενώ η πιπεράτη χωματίλα, που ανάδωσε απότομα η μουλιασμένη γη , τούδωσε την εντύπωση μιας προθανάτιας αίσθησης. Κούμπωσε τη χλαίνη ως το λαιμό και ξαναχώθηκε στο χαράκωμα.

Ένα θρεμμένο παλληκάρι με ματογυάλια και μακριά μαλλιά, ιερομόναχος απ’ τη Βελλά, πασπάτευε το οπλοπολυβόλο του σιγοψέλνοντας «εκ κοιλίας μητρός μου ο θεός μου ει συ.. φυλάξον με ως κόρην οφθαλμού…».
-Κόψε, μωρέ, τις ψαλμουδίες σου. Φτάνουν όσα μας πιπίλισε εψές ο δεσπότης, φώναξε κάπιοος ηπειρωτάκος. Και μιμήθηκε, όπως το συνήθιζε, ο βέλασμα του γιδιού.
Μα τούτη τη φορά κανένας δε γέλασε.
Ο Κίτσος προχωρώντας μέσα στο χαράκωμα, κοντοστάθηκε σ’ ένα μικρόσωμι διαννιώτη, που δούλευε στη λίμνη με το σκαφίδι του.

-Την ακονίζω, κυρ ανθυπολοχαγέ, όπως το ξουράφι μου… ανασήκωσε εκείνος το κεφάλι κινώντας την ξιφολόγχη: Μου τόμαθε ένας μπιχιμίχος από την Αθήνα, που τον σιργιάναγα ένα σαββατοκύριακο με το κορίτσι του. Κι αληθινά, από τότες ξεχνώ ν’ αγοράσω ξουράφι. Να έτσι δα… πέρασε το δάχτυλο πάνω απ’ την κόψη της λόγχης.
-Οικονομία, λοιπόν, και στην ξιφολόγχη…, αποκρίθηκε ο Κίτσος μηχανικά.
-Κύριε ανθυπολλοχαγέ, το μαχαίρι είναι πιο τίμιο όπλο…, πετάχτηκε ένας πειραιώτης: Δε λαθεύει ποτές.. σου δίνει θάνατο κάντιο και χωρίς φασαρία…
-Μιλάς, βλέπω, σα να τόχεις δουλέψει πολύ… κίνησε την άδεια σακκούλα πάνω απ’ το κεφάλι του ο δεκανέας, ένα δασκαλάκι απ’ το Μέτσοβο.

-Και βέβαια, κυρ’ δάσκαλε. Δεν έκρυψα την αμαρτία μου ούτε σαν πήγα για κατάταξη. Τόπα πως έκανα φόνο. Πως ήταν «εν βρασμώ» κι έμεινα λίγα χρονάκια μέσα, είναι υπόθεση του δικηγόρου μου.. μούφαγε, γι’ αυτό, ολόκληρο χωράφι…
Μέσα στο σκοτάδι, ο Κίτσος έφερε μπρος του το αδύνατο πρόσωπο του πειραιώτη με το κατάμαυρο μουστάκι και τα εκφραστικά πεσμένα βλέφαρα του τοξικομανή.
-Έκανες φόνο, Γαρίτση; ρώτησε σκύβοντας πάνω του.

-Σκότωσα την αρρεβωνιαστικιά μου, κυρ’ ανθυπολοχαγέ… Δεν ήτανε γκομενίτσα, ήτανε αρρεβωνιαστικιά… Τη σκότωσα μέσα στο φούρνο τους, όπου δούλευα. Την είχα πιάσει μ’ άλλον, όπως άντρας με γυναίκα, κυρ ανθυπολοχαγέ. Το λοιπόν, τι θες νάκανα; Δε λέω πως δε μετάνιωσα την ίδια ώρα.. μα είχε δένει πια το κακό. Πάντα την αθυμάμαι. Πάνε δυο χρόνια από τότες και δε μένω με γυναίκα πιότερο από μήνα. Με διώχνουνε, είτε τις αποδιώχνω… Το λοιπόν, έτσι θα γένει και με τις σφαίρες αφού, όπως είπε ο κύριος λοχαγός, είναι γυναίκες…
Ο Κίτσος προχώρησε χωρίς να δώσει απάντηση και ξαναβγήκε στο όρυγμα. Εν αβέβαιο αντίφεγγο σπάθιζε τον ουρανό αποκαλύπτοντας σα σκιά μπρος του το φονικό όγκο της Γραμπάλας. «Άραγε θα με βρει η ζωή πίσω απ’ το ύψωμα; Η ζωή! Όλα, λοιπόν, εδώ κάτω είναι μέσα για να σωθεί εκείνη; Ήταν η μητέρα μου, είναι η Μάρμω, είναι τέχνη ταυτόσημο μ’ αυτό που εννοώ τούτη τη στογμή;».

-«Όχι!», τον αντίσκοψε με βεβαιότητα η μυστική του φωνή. «Σίγουρα αυτή είναι μια νέα εσωτερική μου μεταμόρφωση ενώπιον του θανάτου», συλλογίστηκε ξανά ο Κίτσος. Και τινάχτηκε από αντίδραση, γιατί είχε σκεφτεί.

Πλησίαζε ένας ομαδάρχης του τελωνειακός απ’ το Καρπενήσι. Ο λοχίαςέσκυψε κοντά του:
-Κύριε ανθυπολοχαγέ, το Γκόρδα τον έπιασε νευρικό και τρέμει, σα ναχει θέρμη. Φαίνεται νάχει χάσει, πώς να το π, το ηθικό του ο μπάσταρδος… Έχετε κανένα τσιγάρο να του δώσω;
-Τσιγάρο: Αδύνατο, κίνησε ο Κίτσος το χέρι θυμωμένος.
-Μου ο ζήτησε ο ίδιος. Θα τον στυλώσει. Θα του το κρύβω, όσο θα καπνίζει, μέσα στη χούφτα μου. Το κατάλαβαν και τον πονούν… Μου υποσχέθηκαν να βαστάξουν…

Ο Κίτσος έβγαλε το πακέτο με διστεγμό και τούδωσε ένα τσιγάρο. Μα δεν έκρυψε το κουτί. Έκοψε το καπάκι του κι ακουμπώντας μπρούμυτα στο τοίχωμα έγραψε χωρίς να καλοβλέπει στο χαρτονάκι: «Σε λίγα λεπτά θα κάνουμε εξόρμηση, για να ξανακαταλάβουμε το ύψωμα Γραμπάλα. Παίρνω το πρώτο βάπτισμα του πυρός. Δεν ξέρω ακόμη τι είναι πόλεμος. Κι αν είναι η προαιώνια κυριαρχία του ενστίκτου πάνω στο νου, το διαισθάνομαι πως δεν μπορεί να είναι κάτι ποταπό, ούτε κάτι πρόστυχο. Όμως θα δούμε…». Και το πέταξε έξω απ’ το όρυγμα, όπως ο ναυαγός το μποτιλιαρισμένο γράμμα του στα κύματα.

-Βαστάς, βλέπω, ημερολόγιο σαν τον αδελφό μου… τον χτύπησε ο λοχαγός στον ώμο.
Ο Κίτσος κούνησε αμήχανος το κεφάλι.

-Εύχομαι να το διαβάσεις κάποτε… Τούτη όμως την ώρα είναι καλύτερα να πιστεύεις στην τύχη. Κάτι ήξερε ο Μωάμεθ γι’ αυτό το «κισμέτ». Εμείς οι μυτιληνιοί είμαστε λίγο τουρκομερίτες. Εγώ τον είδα πολλές φορές το χάρο με μούτρο μεμέτη, στη Μικρασία… Έσκυψε στο ρολόϊ του, που ήταν φωσφορικό: Κοντεύομε…, ψιθύρισε σαν αφηρημένος κι ανασήκωσε το βλέμμα στον ουρανό.

Ο Κίτσος αισθανότανε ξαλαφρωμένος με την ανακοίνωση πούχε κάνει στον ενδεχόμενο παραλήπτη του.
Έτσι, ήρθε κάποια στιγμή σε κείνο το φιδουλυγιστό λαγούμι, που έγινε εντάφια σιγή. Νευρωμένος ο ηπειρώτης, μιμήθηκε το μαντρόσκυλο του κοπαδιού του, κανένας όμως σε γέλασε. Γιατί όλοι, ανακαθισμένοι στους γεώσακκους με τις ξιφολόγχες γυμνές, νιώθανε τους χτύπους της καρδιάς τους να συγχρονίζονται με τους δείχτες ενός αόρατου ρολογιού, που από λεπτό σε λεπτό θα σήμαινε έφοδο.

Σε λίγο, στον τεφρό πάνω τους ουρανό, άρχισε να χαράζει κάτι πιο βέβαιο. Ήτανε φως…
Ο Κίτσος, βυθισμένος, άκουσε ν’ αργοστάζει πίσω του το υγρό τοίχωμα με πνιχτές, ισόχρονες σταλαξιές. Κάποια στιγμή, όπως έφερνε μπρος του τον αρχιτσέλιγκα με την τσοπανίσια του κάπα κι ύστερα τις γυναίκες απ’ τους Νεγράδες, του φάνημε πως η σταγόνα είχε αλλάξει απόηχο. Βάλθηκε, τότε, αν μετρά: «ένα -δύο-τρία», ώσπου να ξανακούσει τη σταλαγματιά. «Ένα-δύο-τρία», κι η σταγόνα ξανάπεφτε ολοένα πιο πνιχτά: «Φαίνεται πως η χαραματιά της πέτρας, όπου πέφτουν οι σταγόνες, ξεχείλισε…», συλλογίστηκε. Έκανε να μετρήσει πάλι: «Ένα-δύο-τρία. Ένα-δύο…», όταν ξεχύθηκε το σάλπισμα «Έφοδος! Έφοδος!». Ασυναίσθητα έκανε το σημείο του σταυρού στο μέρος της καρδιάς.

-Εμπρός παιδιά! Δια της λόγχης! Σαν αητοί στην κορφή! Φώναξε ο λοχαγός απ’ το κέντρο του ορύγματος: Η πρώτη διμοιρία κατά πάνω, η δεύτερη απ’ τα δεξιά, η Τρίτη απ’ τ’ αριστερά. Η τέταρτη μαζί μου, εδώ…
Ο Κίτσος πετάχτηκε με το πιστόλι στο χέρι και τον ακολούθησε.
«Αέρα! Αέρα!», ξεχύθηκε η ιαχή απ’ όλα τα στόματα.

Οι ξιφολόγχες στράφτανε, όπως το μούχρωμα έζωνε το βράχο σ’ ένα δίχτυ από μενεξελιές σκιές. Οι χειροβομβίδες μαζί με τις πτερυγοφόρες ολμομβίδες, που άρχισε να κατρακυλά ο εχθρός απ’ τη στρογυλή κορυφή, σκάζοντας πάνω στο βραχώδες έδαφος σήκωναν πίδακες με φλόγες και θράυσματα. Οι ακροβολιστές της τρίτης διμοιρίας αιφνιδιασμένοι απ’ το φραγμό, που στην απότομη βορεινή πλαγιά ήτανε πιο έντονος, χάσανε για μια στιγμή το συντονισμό τους. Γρήγορα όμως τους συνεπήρε η ανταριασμένη φωνή του διμοιρίτη τους, ενός έφεδρου γεωπόνου από την Αμφιλοχία: «Παιδιά, στην κορφή! Φτάνουμε στην κορφή!».
Και σκαρφαλώσανε φτερωμένοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου