Από το περιοδικό ΕΣΥ
Αυτή η Άννα, πολύ ιδιαίτερο κορίτσι. Τι κορίτσι δηλαδή, 26 χρονών γυναίκα είναι, αλλά για μένα τον εργοδότη της που πενηνταπενταρίζω (μεταξύ μας αυτό…) έχει την ηλικία της κόρης μου.
Από την αρχή, όταν ήρθε για τη συνέντευξη, την συμπάθησα. Οι άλλοι υποψήφιοι έμπαιναν μες στο γραφείο μου με έναν αέρα σχεδόν αλαζονικό που ήταν και ψεύτικος. Από πού το καταλάβαινα; Από την ιδρωμένη τους παλάμη βέβαια!
Πίσω στην Άννα τώρα. Αυτή, θυμάμαι, μπήκε μέσα ήρεμη και χαμογελαστή, συνεσταλμένη και παράλληλα έχοντας μια σεμνή σιγουριά για τις δυνάμεις της. Ωραίος τύπος, εξίσου ωραίο βιογραφικό, την προσέλαβα.
Ήμουν πολύ ευχαριστημένος από τη δουλειά και την συμπεριφορά της, όταν άρχισα να παρατηρώ κάποια πράγματα ασυνήθιστα. Αποφασίσαμε, ας πούμε, να βγούμε ένα Σάββατο όλα τα παιδιά από το γραφείο για ποτό. Όλοι είχαμε φτάσει στο δεύτερο και στο τρίτο ποτό όταν συνειδητοποίησα πως εκείνη έπινε ακόμα,αργά αλλά όχι και σταθερά, το ίδιο ποτήρι κρασί που ξεκίνησε απ’ την ώρα που φτάσαμε στο μαγαζί. Και σαν να μην έφτανε αυτό, λίγο μετά τις 12 σηκώθηκε και είπε «Εμένα με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να φύγω. Ευχαριστώ για την παρέα». Όλοι επιμείναμε να καθίσει κι άλλο μαζί μας αλλά εκείνη απέκρουσε ευγενικά τις προτάσεις μας, πλήρωσε κι έφυγε. Εγώ κι η γυναίκα μου κοιταχτήκαμε. «Τόσο νωρίς;» μου είπε όταν πήγαμε σπίτι. «Μήπως δεν πέρασε καλά; Σάββατο βράδυ είναι, λες κι έχει να κάνει τίποτα αύριο…».
Λίγες μέρες μετά, σ’ένα διάλειμμα κατεβήκαμε με την Άννα για πρώτη φορά μαζί στο κυλικείο. Θυμάμαι πως ήταν Παρασκευή, γιατί τις Παρασκευές τρώω ελαφρά, αφού το βράδυ κάνουμε το τραπέζι στην κόρη μου και το αγόρι της που συζούν στην απέναντι πολυκατοικία. Εγώ αγόρασα το γνωστό περιποιημένο σαντουιτσάκι μου με το σαλάμι (κι ας φωνάζει η γυναίκα μου για τη χοληστερίνη). Πλήρωνα, ενώ η Άννα κοιτούσε ακόμα τη βιτρίνα με τα φαγώσιμα και τελικά ζήτησε μόνο «έναν ελληνικό καφέ διπλό κι ένα κουλούρι με σουσάμι, σας παρακαλώ».
-Κορίτσι μου, πάρε κάτι ακόμα να σε πιάσει. Μ’ένα κουλούρι θα τη βγάλεις ως το μεσημέρι;
-Ευχαριστώ κύριε Γεωργίου αλλά είμαι εντάξει, έφαγα και το πρωί.
-Όχι Αννούλα,δεν ακούω τίποτα. Κωστή, πιάσε ένα σάντουιτς σαν το δικό μου για το κορίτσι.
-Αλήθεια κύριε Γεωργίου, δεν χρειάζομαι κάτι άλλο, ευχαριστώ!
-Σε παρακαλώ,μην με προσβάλεις. Είναι κερασμένο από μένα.
-Ξέρετε, δεν είναι για τα λεφτά, απλά…
-Έλα,δεν θα με προσβάλεις, παρ’ το.
Η κοπέλα κοκκίνισε,ευχαρίστησε και το πήρε. Ωστόσο είδα πως το φύλαξε στην τσάντα της κι έφαγε μόνο ό,τι παρήγγειλε η ίδια. Κρίνοντας από αυτά τα περιστατικά αλλά κι από την εμφάνισή της (ντύνεται φροντισμένα, δεν λέω,αλλά συντηρητικά βρε παιδί μου…) άρχισαν να μου μπαίνουν υποψίες ότι η Άννα είναι της Εκκλησίας. Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι η Άννα νήστευε γιατί, επίτηδες πια, παρατηρούσα τις επιλογές της στο κυλικείο. Ακόμα κι ο καφές της,που τις υπόλοιπες εργάσιμες είχε γάλα,όλως εξαιρέτως τις Τετάρτες και τις Παρασκευές γινόταν…νηστίσιμος. Οι υποψίες μου βγήκαν αληθινές (μα ποιος είμαι τέλος πάντων; Ο Σέρλοκ Χολμς της Θεσσαλονίκης;) όταν ένα παιδί από το γραφείο συμψηφισμού, ο Αντρέας, μας έφερε γλυκά για τη γιορτή του. Η Άννα του ευχήθηκε πολύ ζεστά αλλά γλυκό δεν πήρε. Στα παράπονά του, η απάντησή της ήταν «Σ’ευχαριστώ, σαν να πήρα». Και τότε ο Αντρέας έκανε την ερώτηση που όλοι περιμέναμε: «Μήπως νηστεύεις;». Εκείνη δίστασε λίγο κι έπειτα είπε πολύ απλά «ναι». Τίποτα άλλο.
Τόση ώρα σας μιλάω κι ακόμα δεν ξέρετε πολλά για μένα. Είμαι παιδί (παιδί, που λέει ο λόγος…) της εργατικής τάξης,στα νιάτα μου σπούδασα οικονομικά και στο κεφάλι μου, εκτός από μια μακριά κοτσίδα, είχα μια ιδεολογία αριστερή,στην οποία ο Θεός για τον Οποίο μου ‘χε πει κάποτε η μάνα μου δεν χωρούσε. Μεγαλώνοντας έγινα ένας πετυχημένος αυτοδημιούργητος καπιταλιστής, όμως οι μικροαστικές συνήθειες της μάνας μου,όπως οι νηστείες,συνέχισαν να μένουν μακριά από τη ζωή μου. Ειδικά με τη νηστεία είχα πάντα πρόβλημα. Ποτέ δεν μπόρεσα να την καταλάβω. Εντάξει, δεν το έψαξα και πολύ το θέμα, αλλά…
Τέλος πάντων, δεν μπορούσα να χωνέψω ότι ένα κορίτσι μορφωμένο και σύγχρονο σαν την Άννα έχει τις ίδιες συνήθειες με τη μάνα μου. Την επόμενη μέρα, Τετάρτη, κατέβηκα εσκεμμένα μαζί της στο κυλικείο. Αγοράσαμε δύο διαφορετικά δεκατιανά,ένα αρτύσιμο κι ένα νηστίσιμο αντίστοιχα κι εγώ της πρότεινα να δοκιμάσει από το δικό μου. Στην ευγενική της άρνηση, παίρνοντας το αθωότερο ύφος του κόσμου τη ρώτησα: «Γιατί;Νηστεύεις;». Εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη και για δεύτερη φορά σε δυο μέρες παραδέχτηκε πως ναι, νήστευε. Και τότε -το ομολογώ- ασυναίσθητα έγινα εριστικός.
-Και πας και Εκκλησία κάθε Κυριακή;
Η κοπέλα δεν περίμενε αυτό το ύφος από μένα. Παρέμεινε όμως ήρεμη.
-Ναι, πάω.
-Κι ο Θεός σου δηλαδή αγαπάει μόνο αυτούς που νηστεύουν; Γι’αυτό νηστεύεις κι εσύ; Εμάς που δεν νηστεύουμε δεν μας θέλει, δε μας αγαπάει;
-Όλους τους αγαπάει κύριε Γεωργίου. Τους θεωρεί όλους παιδιά Του και τους αγαπάει όλους το ίδιο,κανέναν δεν ξεχωρίζει.
-Και τότε γιατί νηστεύεις;
Η κοπέλα, με μια ολύμπια ηρεμία, με κοίταξε στα μάτια και με ρώτησε:
-Κύριε Γεωργίου, έχετε μια όμορφη οικογένεια,έτσι δεν είναι; Εννοώ την γυναίκα και την κόρη σας.
Ήταν η σειρά μου να εκπλαγώ.
-Ναι, αλλά τι θες να πεις μ’αυτό;
-Αγαπάτε τη γυναίκα σας;
-Ναι, βέβαια.
-Την κόρη σας;
-Φυσικά και την αγαπώ.
-Εκείνες σας αγαπούν;
-Εννοείται.
-Υποθέτω λοιπόν, ότι όταν η γυναίκα σας ζητά κάτι, π.χ. αφού τελειώνετε τον καφέ σας να βάζετε το φλυντζάνι στο νεροχύτη. Αν υποθέσουμε ότι εσείς δεν κάνετε αυτή την μικρή χάρη στη σύζυγό σας, θα πάψει να σας αγαπά;
- Φυσικά και όχι.
- Αν όμως εσείς ακόμα κι αν είστε κουρασμένος, κάνετε το χατίρι της, δηλαδή μια μικρή θυσία για εκείνη που αγαπάτε, επειδή σας το ζητά, σίγουρα δεν θα είναι νοιώσει ευχαριστημένη;
-Ναι, σίγουρα!
-Έτσι λοιπόν και ο Θεός είτε νηστέψουμε είτε, όχι μας αγαπά, αλλά εγώ, επειδή αγαπάω τον Θεό, που αλλιώς Τον λένε Χριστό-μιλάμε για το Ίδιο πρόσωπο, θέλω να κάνω μια πολύ μικρή θυσία, επειδή μου το ζητά. Και φυσικά ο Θεός δεν έχει ανάγκη τη δική μου νηστεία,αλλά πιστεύω πως είναι Πάνσοφος, γι’ αυτό προσπαθώ να κάνω αυτό που μου ζητά. Γιατί Τον αγαπώ και ξέρω ότι κι Εκείνος μ’αγαπά.
Ένιωσα ντροπή μπροστά σ’αυτήν την κοπέλα που μπροστά στη δική μου πονηριά κι εριστικότητα αντέταξε την ηρεμία,την απλότητα και την ειλικρίνειά της. Έφυγα χωρίς να πω τίποτα...
Ελευθερία Μπάτσιαρη
ΔΕΚ. 2011
ΤΡΙΚΟΡΦΟ ΦΩΚΙΔΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου