Φερμένο από τους γονείς του σε μία πολυάνθρωπη πόλη, σε διαμέρισμα συγγενών. Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι πέθαινε. Πέθαινε από καρκίνο. Οι γιατροί την είχαν χειρουργήσει δύο φορές, ξαφνικά όμως εμφανίστηκε ένας όγκος στο κεφάλι της, ο οποίος, πριν αφαιρεθεί, δημιούργησε άλλους όγκους που απλώθηκαν με γρήγορες μεταστάσεις στον ώμο και στους πνεύμονες.
Χωρίς μαλλιά και παραμορφωμένο από τις εγχειρήσεις, το κορίτσι έμενε κατάκοιτο στο ξένο δωμάτιο, κοιτώντας από το παράθυρο το χιόνι που έπεφτε. Αλληλοδιαδόχως μια ο πατέρας και μια η μητέρα έσκυβαν επάνω της, δίνοντάς της κάποιο φάρμακο ή κάτι για να πιει. Δεν μπορούσε πια να φάει σχεδόν τίποτε, ούτε να μιλήσει κανονικά, παρά μόνο ψιθύριζε πότε-πότε:
—Μη στενοχωρείστε, μαμά και μπαμπά! θά γίνω καλά.
Ο πατέρας έτρεχε από τη μια κλινική στην άλλη, επίσης και σε διάφορους ειδικούς. Ήξερε ότι ή κόρη του ήταν καταδικασμένη, ωστόσο μια τυφλή ελπίδα τον ωθούσε να ψάχνει όλους εκείνους, για τους οποίους μάθαινε ότι είχαν βρει κάποια θεραπεία του καρκίνου: βοτανολόγους, παραψυχολόγους… Κανένας όμως δεν μπορούσε να βοηθήσει το παιδί του.
Όταν εξανεμίσθηκαν και οι τελευταίες ελπίδες του, συνάντησε ένα ξένο και μέσα στην απελπισία του τού εκμυστηρεύτηκε τον πόνο του. Ο άνθρωπος αυτός, ένας ατυχής πενηντάχρονος πλανόβιος που ποτέ δεν ξεπέρασε τη νεανική ηλικία του, οδήγησε τον πατέρα του κοριτσιού σ’ ένα παλιό συμμαθητή του, ο οποίος τώρα γράφει αυτές τις γραμμές.
Έτσι συνέβη ώστε μια μέρα μέσα από τη θάλασσα αυτού του κόσμου να παρουσιαστεί στο δωμάτιο μου ένας άνθρωπος άκρως εξαντλημένος και ταραγμένος, που είχε ωστόσο καταφέρει να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του.
— Θα μπορούσατε να βοηθήσετε την κόρη μου;
Ήξερα ότι γι’ αυτό που ήταν εν προκειμένω το σπουδαιότερο είχα πράγματι την απάντηση. Ήταν όμως δύσκολο, πολύ δύσκολο, να του το πω ευθέως, μονομιάς. Τελικά μίλησα.
Μέσα από τον πόνο του, μέσα από τα δάκρυα που συγκρατούσε στο βάθος των ματιών του, με δυσπιστία και κάποια απόχρωση τρόμου απάντησε:
-Την κόρη μου, να την βαπτίσω; Για ποιό λόγο; Τί καλό θα της κάνει;
Δεν είμαι ιερέας. Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ένας από τους «κοπιώντας και πεφορτισμένους». Δεν ήταν πολύς καιρός που είχα έλθει κι εγώ στο Χριστό, στη διδασκαλία Του. Ήξερα ότι εδώ περιέχεται όλη η αλήθεια, κάθε τι το βέβαιο και τελικό, η τελική αλήθεια, Και επιπλέον ήμουν βέβαιος ότι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ζούσε ανάμεσα μας, ότι εμφανιζόταν στους ανθρώπους.
Και να τώρα. Ένα μικρό κορίτσι πέθαινε. Ήταν δυνατόν να κρύψεις από τον πατέρα του —έναν άθεο, ένα μέλος του Κόμματος— ότι η μεταθανάτια κατάσταση της ψυχής αυτού του κοριτσιού, που καλά-καλά ούτε το γνώριζα, θα εξαρτιόταν αιωνίως από το αν θα ήταν βαπτισμένο ή όχι; Δεν υπήρχε χρόνος για μακροσκελείς συζητήσεις, ούτε για να εξηγήσεις ότι και τα καλύτερα και αθωότερα παιδιά μπορούν να υποφέρουν για τις αμαρτίες των γονέων τους, των προγόνων τους. Η κάθε μέρα ήταν πολύτιμη, ίσως και η κάθε ώρα. Τού είπα: -Πήγαινε σε μία Εκκλησία, ζήτησε έναν Ιερέα. Και πρέπει οπωσδήποτε να προετοιμάσεις το κορίτσι.
Ο φίλος μου, που δεν είχε παιδιά, στεκόταν αμήχανος, συντριμμένος από τον πόνο του άλλου.
-Θα μπορούσα ίσως να του δώσω την Καινή μου Διαθήκη; ρώτησε.
-Ναι, απάντησα, αφού το κορίτσι έχει τις αισθήσεις του και καταλαβαίνει, διαβάζετε της τα κεφάλαια με τη σειρά. Διαβάζετε χωρίς διακοπή,
Ο φίλος μου πήρε τον πατέρα του κοριτσιού έξω στο σκοτεινό χειμωνιάτικο βράδυ, για να του δώσει την ίδια Καινή Διαθήκη που του είχα δωρίσει εγώ πριν ένα χρόνο, ελπίζοντας να σώσω μία χαμένη, ευγενική, αμαρτωλή ψυχή.
Το μεθεπόμενο πρωινό, μου τηλεφώνησε και με πληροφόρησε αποθαρρυμένα:
-Τίποτα δεν έγινε. Το κορίτσι είναι απρόθυμο και οι γονείς αντιτίθενται.
-Και πώς είναι το κορίτσι, σε τί κατάσταση;
-Της δίνουν οξυγόνο. Η κατάστασή της είναι πολύ κρίσιμη.
-Πήγες εκεί; Την είδες;
-Όχι, δεν πήγα.
-Ξέρεις τουλάχιστον το όνομά της;
-Γκαλίνα.
Άρχισα να προσεύχομαι για τη Γκαλίνα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο. Η ημέρα έφτανε στο τέλος της. Δεν μπορούσα να σκεφθώ τίποτε άλλο εκτός από το ότι ένα άγνωστό μου μικρό κορίτσι πέθαινε, αναχωρώντας για την αιωνιότητα… Προσευχήθηκα για τη Γκαλίνα, την αβάπτιστη Γκαλίνα.
Εκείνο το βράδυ, λίγο πριν τις εννιά, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο φίλος μου.
-Ο πατέρας μού τηλεφώνησε. Έχουν συμφωνήσει. Η Γκαλίνα συμφώνησε. Πού μπορούμε να βρούμε έναν ιερέα;
Ήταν σχεδόν εννιά. Στις Εκκλησίες οι ακολουθίες πρέπει να τελείωναν. Πήρα τον αριθμό ενός γνωστού μου ιερέως που ήταν εφημέριος λίγο πιο μακριά, έξω από την πόλη. Το πιθανότερο ήταν να έλειπε από το σπίτι.
Ήταν στο σπίτι! Κατά μία σπάνια συγκυρία περιστάσεων είχε μόλις επιστρέψει στο σπίτι. Η φωνή του ήταν κουρασμένη αλλά σταθερή: -Έλα γρήγορα να με πάρεις. Πού θα πάμε; Πού είναι αυτό;
Τηλεφώνησα στο φίλο μου και αυτός στους γονείς του παιδιού. Αποδείχθηκε ότι έπρεπε να πάμε στα περίχωρα, σ’ ένα νέο προάστιο, σχεδόν κοντά στον περιφερειακό δακτύλιο.
Έξω από το παράθυρο οι νιφάδες πετούσαν γρήγορα μέσα από το φως που έριχνε η λάμπα του στύλου. Ήταν χιονοθύελλα.
Ο φίλος μου ήρθε με ένα ταξί και μαζί διασχίσαμε με ταχύτητα το κέντρο της πόλεως. Αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο την μαγνητική δύναμη του χρόνου, μια δύναμη που τώρα επιδρούσε στην αλυσίδα των γεγονότων, συνδέοντας αιτία και αποτελέσματα. Έπρεπε μετά από τόσα χρόνια να συναντηθώ εγώ και πάλι με τον παλιό συμμαθητή μου, να του δώσω μια Καινή Διαθήκη. Αυτός έπρεπε να συναντήσει τον πατέρα του κοριτσιού και να τον φέρει σ’ εμένα κι εγώ έπρεπε να γνωρίζω αυτόν τον ιερέα, ο οποίος έπρεπε αυτή τη συγκεκριμένη ώρα να βρίσκεται στο σπίτι!
Νάτος. Στεκόταν εκεί στο πεζοδρόμιο, πασπαλισμένος με χιόνι. Άνοιξα γρήγορα την πόρτα. Καθώς βολευόταν στη θέση του, γύρισε και με ρώτησε: -Έχεις σταυρό; Πήρες κανένα μαζί σου;
-Όχι.
Βγήκε από το ταξί. Έτρεξε στο σπίτι και χάθηκε για λίγο από το βλέμμα μας. Περιμέναμε νιώθοντας ένοχοι. Είχα ένα σταυρό, αλλά δεν σκέφθηκα να τον πάρω. Τελικά επέστρεψε και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Από τις σύντομες φράσεις μας ο οδηγός ήξερε ποιοί ήμασταν και ποιός ο σκοπός του ταξιδιού μας. Έγινε βλοσυρός. Το πρόσωπό του πήρε μια σαρκαστική έκφραση χαρακτηριστική σε οδηγούς ταξί. Νέος ακόμη, θα ήταν προφανώς συνομήλικος με τον κουρασμένο και σιωπηλό μας παππούλη.
Κάναμε αρκετό δρόμο και χρειάστηκε να ψάξουμε πολλή ώρα, μέχρι να βρούμε τη σωστή διεύθυνση, το σωστό διαμέρισμα. Φαινόταν πως το βρήκαμε. Ανεβήκαμε με το ασανσέρ.
Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη -φαινόμενο σύνηθες σε καιρό τραγωδίας. Επικράτησε μια σιωπή γεμάτη προσοχή. Μέσα σ’ αυτή τη σιωπή εμφανίστηκε η μητέρα από τον στενό διάδρομο. Τα αδάκρυτα μάτια της φανέρωναν ένα απρόσμενο αίσθημα εκπλήξεως —μέχρι σημείου παραλύσεως. Την αιτία αυτής της εκπλήξεως την ανακαλύψαμε αργότερα, μετά την τέλεση του Μυστηρίου.
Συνέβη κατά το μεσημέρι ο πατέρας να έχει μια ψυχική αλλοίωση. Κάθισε δίπλα στη κόρη του και ανοίγοντας το Ευαγγέλιο άρχισε να της λέει κάτι για βάπτισμα.
Το ετοιμοθάνατο κορίτσι δεν ήθελε ούτε να ακούσει κάτι τέτοιο.
-Φύγε από δω! Και μη ξαναέρθεις. Φώναξε τη μαμά. Είμαι μικρή Σκαπανεύςκαι δεν θέλω ν’ ακούω για βαφτίσια. Φύγε!
Ο πατέρας εφυγε αποκαρδιωμένος και φώναξε τη μητέρα. Αυτή δεν είχε προλάβει να πλησιάσει το κρεβάτι, όταν είδε ότι η κόρη της ξεψυχούσε· το πρόσωπό της έγινε κέρινο, η αναπνοή της σταμάτησε και τα μάτια της γύρισαν επάνω. Αρπάζοντας το κεφάλι του κοριτσιού, η μητέρα έσφιξε μέσα στα χέρια της το πρόσωπο της κόρης της μέσα σε μια ανίσχυρη αγωνία… Και ξαφνικά, ένιωσε ότι τα φρύδια συσπάστηκαν, κινήθηκαν.
-Τί συμβαίνει, παιδί μου;
Τα μάτια της Γκαλίνας κοιτούσαν ίσια μπροστά με σοβαρότητα, Το πρόσωπό της ρόδισε.
-Πετούσα. Από ψηλά είδα εσένα, τον μπαμπά, και όλους. Και κάτι άλλο που δεν πρέπει να πω. Γρήγορα, καλέστε έναν Ιερέα! Αν δεν το κάνετε, όταν θα γίνω καλά, θα πάω μόνη μου σε μία Εκκλησία. Γρήγορα, καλέστε τον!
Όμως έγινε βράδυ μέχρι να τηλεφωνήσουν στο φίλο μου…
Μπήκαμε στο δωμάτιο όπου, σ’ ένα κρεβατάκι δίπλα στο παράθυρο, ξάπλωνε κατάκοιτο το κορίτσι. Η έκφραση του προσώπου της σου προξενούσε αμέσως κατάπληξη. Ήταν αδύνατο να πιστέψεις ότι το κορίτσι που πέθαινε ήταν δώδεκα ετών.
Μάλλον έμοιαζε σαν να είχαν μαζευτεί σ’ αυτήν όλες οι ηλικίες. Διαποτισμένα με μια σπάνια πνευματική ομορφιά, τα μεγάλα μάτια της κοιτούσαν μέσα από το πρόσωπο μιας γυναίκας, ενός άνθρωπου…
Ψηλός και λεπτός ο ιερέας. Έσκυψε πάνω της φορώντας τα άμφια του. Έγινε δεκτός με ένα χαμόγελο. Έμοιαζε σαν να μην ήταν η πρώτη φορά που είχαν συναντηθεί, σαν αυτή να μη πιεζόταν πια από την επιθανάτια αγωνία και εξάντληση… Τέτοιο χαμόγελο.
Φοβούμενος μην ξεσπάσω σε δάκρυα, αναζήτησα τον πατέρα. Διαπιστώθηκε πως είχε πάει για φιάλη οξυγόνου. Προσπάθησα να φανώ χρήσιμος και τοποθέτησα τρία αναμμένα κεριά σ’ ένα δοχείο με το νερό που επρόκειτο να αγιαστεί. Το ένα έπεφτε συνεχώς.
Όλοι μας, μαζί και η μητέρα του κοριτσιού και ο φίλος μου, που στεκόταν παράμερα, είχαμε τη φυσιολογική αίσθηση ότι συμμετέχουμε σ’ ένα μυστήριο. Συνέβαινε κάτι που ήταν πέρα από τη σύλληψη του νου, της λογικής. Μέσα στη βαριά, υγρή ατμόσφαιρα ακούγονταν τρεμουλιαστά τα λόγια των προσευχών. Οι φλόγες των τριών κεριών τρεμόσβηναν πάνω από το ήδη αγιασμένο νερό,
Ο ιερέας ήταν σε ένταση, όπως και εμείς. Αργότερα μας είπε ότι ποτέ δεν είχε δει κάποιον που να δέχθηκε τόσο συνειδητά το μυστήριο του βαπτίσματος. Μόνο η Γκαλίνα ήταν ήρεμη. Τα προσεκτικά της μάτια, που τα καταλάβαιναν όλα, φαίνονταν να βλέπουν κάτι που εμείς οι άλλοι δεν το βλέπαμε.
Είχαμε τελειώσει. Στο αδύνατο παιδικό στήθος της Γκαλίνας κρεμόταν ένας μικρός σταυρός. Ο ιερέας ετοιμαζόταν να της δώσει τη θεία Κοινωνία, φέρνοντας στα χείλη της μία πολύ μικρή μερίδα του Σώματος του Κυρίου μας με μία μικρή ασημένια λαβίδα. Από πίσω η μητέρα ψιθύρισε:
-Δεν μπορεί να καταπιεί τίποτε.
-Όχι, μπορώ! είπε η Γκαλίνα. Μπορώ!
Και κατάπιε τη μερίδα, πίνοντας και λίνο ζεστό νάμα,
Ο ιερέας, ξέχειλος από συμπάθεια, καλωσύνη, αγάπη, έσκυψε πάνω στην κατάλευκη ψυχούλα που ετοιμαζόταν ν’ αφήσει αυτόν τον κόσμο και ψιθύρισε:
-Γκαλίνα, να προσεύχεσαι για μάς,
-Βεβαίως, απάντησε σταθερά το κορίτσι, Το γνωρίζω… Σίγουρα.,.
Πώς το γνώριζε; Τί της είχε φανερωθεί εκείνες τις στιγμές που είχε μεταφερθεί στον άλλο κόσμο; Αυτό παρέμεινε μυστήριο.
Η Γκαλίνα πέθανε την επόμενη μέρα, 12 Ιανουαρίου 1981, το μεσημέρι. Ας προσευχόμαστε κι εμείς γι’ αυτήν!
(Από το παράνομο ρωσικό θρησκευτικό περιοδικό Ελπίδα(Ναντιέζνα), τευχ. 9.
Πηγή: «Αγιορείτικη Μαρτυρία», τευχ. 4)