Καταγωγή
Ο Μέγας ανάμεσα στους Αγίους Βασίλειος, γεννήθηκε περί το 329μ.Χ. από πλούσιους και ευγενείς, ευσεβείς και Ορθόδοξους γονείς. Ο πατέρας του ονομαζόταν επίσης Βασίλειος και καταγόταν από τον Πόντο μας, ενώ η μητέρα του Εμμελεία από την αγιοτόκο Καππαδοκία μας.
Ο Βασίλειος είχε και άλλα αδέλφια: το Γρηγόριο, που έγινε Μητροπολίτης Νύσσης (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης), το Ναυκράτιο που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, τον Πέτρο που έγινε Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας και τη Μακρίνα (Οσία Μακρίνα) που το θαυμαστό της βίο τιμούμε στις 19 Ιουλίου! Αυτός όλος ο ευάρεστος και σπουδαίος καρπός, αποδεικνύει ότι είναι μοναδικός ο ρόλος των γονέων στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, διότι “από του καρπού θα γνωρίσετε το δέντρο”...
Ο μικρός Βασίλειος έμαθε τα χριστιανικά γράμματα από τον ίδιο τον πατέρα του το Βασίλειο, αλλά ζήτησε να σπουδάσει και την αρχαία ελληνική παιδεία όταν μεγάλωσε, την οποία επαινεί ως βοήθημα χρήσιμο ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, διότι δεν είναι η γνώση εκείνη που κάνει αιρετικό τον άνθρωπο, αλλά η προαίρεση (χάρη σ΄ αυτή τη θέση των Αγίων Ιεραρχών, διασώθηκε όλη η αρχαία κληρονομιά μας και η ελληνική παιδεία και γλώσσα, που συνέχισε στα χρόνια της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας μας την υπέρλαμπρη πορεία της!!!)...
Έτσι ο Άγιος πήγε στο Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη), διότι εκεί ήταν τότε πολλοί σοφοί, αλλά κάτι περισσότερο αναζητώντας ο Βασίλειος, έφτασε τελικά στην Αθήνα, όπου βρίσκονταν οι κορυφαίοι. Τότε μάλιστα σπούδαζαν στην Αθήνα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιουλιανός ο παραβάτης (η προαίρεση που λέγαμε...), ο σοφιστής Λιβάνιος και άλλοι. Υπόδειγμα αρετής εκεί ο Βασίλειος, όσο έμεινε, ούτε κρέας έφαγε, ούτε ψάρι, ούτε κρασί ήπιε, τρώγοντας ψωμί και νερό και λάχανα, περνώντας με σωφροσύνη και εγκράτεια τόση, ώστε και αυτός ο σπουδαίος δάσκαλός στην αρχαία φιλοσοφία, ο Εύβουλος, λέγεται ότι έγινε μαζί του Χριστιανός!
Αφού λοιπόν ο Άγιος σπούδασε την αρχαία γνώση, θέλησε κατόπι να πάει και στα Ιεροσόλυμα, ώστε να πληρώσει και τη Χριστιανική, πρώτον για να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού και δεύτερο για να βαπτισθεί στον Ιορδάνη ποταμό, διότι έτσι γινόταν τότε στα πρώτα βήματα της εκκλησίας την εποχή που σταματούσαν οι διωγμοί και πολλοί είχαν σκοπό της ζωής τους να βαφτιστούν στον Ιορδάνη! Το ίδιο όνειρο είχε και ο Μέγας Κωνσταντίνος. Γι΄ αυτό δεν είχε βαπτισθεί, περιμένοντας να πάει στον Ιορδάνη. Όμως δεν πρόλαβε, αρρώστησε και βαπτίστηκε έτσι στη Μικρασία, λίγο πριν το τέλος του...
Εφ΄ όσον λοιπόν ο Άγιος βαπτίστηκε όπως ήθελε στα τριάντα του χρόνια και επέστρεψε στην Αντιόχεια, χειροτονήθηκε Διάκονος από τον εκεί Πατριάρχη. Τότε λέγεται πως έγραψε ο Βασίλειος την εξήγηση των Παροιμιών του Σολομώντα.
Στην Αντιόχεια έμαθε ο Διάκονος Βασίλειος ότι ο πατέρας του αρρώστησε και θέλησε να πάει στην πατρίδα του την Καισαρεία, για να λάβει την ευχή των γονιών του και έτσι αναχώρησε. Τότε φάνηκε Άγγελος Κυρίου στον Μητροπολίτη Καισαρείας Ευσέβιο και του είπε:
“Ταύτην την ώρα έρχεται ο άξιος διάδοχος του θρόνου σου. οπότε απέστειλε τους Κληρικούς σου και τους άρχοντες να τον προϋπαντήσουν στην πύλη της πόλεως”!!!
Αμέσως ξεκίνησαν λοιπόν Κληρικοί και Άρχοντες και είδαν πράγματι τον Άγιο Βασίλειο να έρχεται και θαύμασαν την πρόρρηση του Αγγέλου και ευφράνθηκαν που θα αποκτήσουν ως δώρο Θεού τέτοιον ποιμένα και δάσκαλο, περιφανή για την αρετή και τη φήμη που ήδη είχε!
Έτσι μετά από λίγο καιρό, χειροτονήθηκε ο Βασίλειος Ιερέας του Θεού του Υψίστου και όταν θελήματι Κυρίου κοιμήθηκε ο Μητροπολίτης Ευσέβιος, συνάχθηκαν οι Επίσκοποι της επαρχίας και χειροτόνησαν τον Άγιο Βασίλειο Αρχιερέα και ποιμένα τους!
Εάν ως απλός Χριστιανός αγωνιζόταν έτσι ο Βασίλειος, μπορεί ο καθένας να καταλάβει πως αγωνιζόταν ως Αρχιεπίσκοπος! Μόλις που έτρωγε και μόλις που κοιμόταν, πολεμώντας με εγκράτεια και αρετή, με σωφροσύνη, διδάσκοντας και θαυματουργώντας κάθε ημέρα!
Μέχρι τα χρόνια του Αγίου, η Λειτουργία που έκαναν οι Χριστιανοί, ήταν εκείνη που είχε αρχικά γράψει στα εβραϊκά ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο και πρώτος Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Η Λειτουργία εκείνη περιελάμβανε ευχές και ικεσίες προς τον Κύριο που τις έγραψε ο Άγιος για να τις λένε οι Ιερείς όταν τελούνταν η θεία Μυσταγωγία, που τους παρέδωσε ο Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο. Αυτή τη Λειτουργία τη μετέφρασε στα Ελληνικά όπως είναι μέχρι τώρα, ο Άγιος Κλήμης - μαθητής του Αποστόλου Πέτρου και μετέπειτα Πάπας Ρώμης - και ενομοθέτησε όπως όλοι οι Χριστιανοί επιτελούν έτσι πια τη Θεία Λειτουργία.
Και έτσι την τελούσαν για τριακόσια πενήντα περίπου χρόνια. Όμως επειδή η ακολουθία του Αγίου Ιακώβου ήταν πολύ μεγάλη σε διάρκεια και άλλοι την αμελούσαν, άλλοι βιαζόταν, άλλοι δεν άντεχαν και από τον κόπο τότε το μεγάλο των χωραφιών, είδε ο Άγιος Βασίλειος την κατάσταση και παρακάλεσε και δέονταν στο Θεό να του δείξει σημείο, για να καταλάβει εάν ήταν θέλημα του Θεού να γίνει μια πιο σύντομη σχετικά Λειτουργία για τον κόσμο!
Μέρες και νύχτες παρακαλούσε το Θεό, με νηστεία και με δάκρυα, διότι έβλεπε τη μεγάλη αταξία που υπήρχε τότε, ώσπου ήρθε σημείο εξ ουρανού. Συγκεκριμένα, μια νύχτα, είδε θαυμαστή οπτασία: ο ίδιος ο Χριστός να κατεβαίνει μαζί με τους Αποστόλους και κατά την Αρχιερατική τάξη - ως Μέγας Αρχιερεύς- να τελεί τη θεία Μυσταγωγία με τους Αγίους Αποστόλους!!! Με μία όμως διαφορά! Ο Κύριος δεν έλεγε τις ευχές όπως ήταν γραμμένες στη Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, αλλά συντομευμένες, κατά τον τρόπο ακριβώς που τις συνέθεσε κατόπι ο Άγιος Βασίλειος!!!
Ο Άγιος συγκλονισμένος ευχαρίστησε το Θεό που άκουσε τη δέησή του και συνέγραψε τη Θεία Λειτουργία πιο σύντομη, όπως του αποκάλυψε ο ίδιος ο Χριστός!!!
Κάποτε, ο Διοικητής της Καισαρείας είχε αδικήσει χρηματικά μια χήρα. Και εκείνη προσέτρεξε στον Άγιο Αρχιεπίσκοπο, παρακαλώντας τον να γράψει επιστολή στον άρχοντα για να της αποδώσει το δίκιο της. Πράγματι ο Μητροπολίτης έγραψε στο Διοικητή και εκείνος απάντησε: “δια την αγάπη σου Πάτερ, θέλησα να τη συμπαθήσω, αλλά Δε μπόρεσα, διότι χρωστά πραγματικά χρήματα”. Και ο Μακαριώτατος Βασίλειος ανταπάντησε προφητικά: “Εάν μεν όπως λέγεις, θέλησες να τη συμπαθήσεις και δε μπόρεσες έχει καλώς. Εάν όμως μπορούσες και δε θέλησες, να φέρει και σένα ο Θεός στην τάξη των δεομένων, ώστε όταν έχεις ανάγκη να σε συμπαθήσουν, να μη μπορέσεις”.
Δεν πέρασαν από τότε πολλές ημέρες και τόσο οργίστηκε ο βασιλιάς με εκείνο τον άρχοντα-διοικητή, που έστειλε και τον συνέλαβαν και τον γυρνούσαν σιδηροδέσμιο από πόλη σε πόλη για να πληρώνει τις αδικίες που είχε κάνει. Τότε θυμήθηκε ο άρχοντας την πρόρρηση του Αγίου και τον παρακάλεσε να κάνει δέηση προς τον Θεό, για να τον λυπηθεί ο βασιλιάς. Και ο Άγιος τότε Βασίλειος, γεμάτος καλοσύνη, με μία μονάχα ευχή του προς το Θεό, ημέρωσε την καρδιά του βασιλιά και σε έξι μονάχα ημέρες από τότε, ήρθαν βασιλικά γράμματα που πρόσταζαν να ελευθερωθεί ο άρχοντας από την καταδίκη του!!!
Μια άλλη φορά πάλι έγινε μεγάλη πείνα στην επαρχία του Αγίου και οι πλούσιοι για να κερδίσουν περισσότερα, κρατούσαν το σιτάρι στις αποθήκες και δεν το πουλούσαν στους φτωχούς. Βλέποντας αυτό το απάνθρωπο γεγονός, άρχισε με κάθε τρόπο να τους διδάσκει για την αρετή της ελεημοσύνης, τους νουθετούσε, τους έγραψε λόγους, ώσπου στο τέλος κατάφερε να ανοίξει τις καρδιές και τις αποθήκες τους και να σωθούν οι φτωχοί και να αντιμετωπισθεί η φοβερή πείνα. Και μάλιστα ο ίδιος, ο Δεσπότης Καισαρείας, ο Μέγας Βασίλειος, ως ταπεινός υπηρέτης μόνος διακονούσε στη διανομή του σιταριού, μόνος έβραζε τα όσπρια, μόνος μοίραζε στους φτωχούς το ευλογημένο φαγητό τους, τον άρτο αυτών τον επιούσιον!..
Στα χρόνια που βασίλευε ο Ιουλιανός ο παραβάτης και αποστάτης, που ήθελε να ζωντανέψει την ειδωλολατρία - όπως κάποιοι προσπαθούν να την αναβιώσουν στις ημέρες μας (νεοειδωλολατρία)- και να ξαναχτίσει το Ναό του Σολομώντα (στην προσπάθειά του όμως έβγαιναν φοβερές φλόγες από τον τόπο εκείνο, που κάναν αδύνατο το πλησίασμα!!!), έχοντας σκοπό να τραβήξει για τα μέρη της Περσίας, ήρθε κοντά στην Καισαρεία.
Ο Άγιος γνώριζε τον Ιουλιανό από την Αθήνα, όταν σπούδαζαν και οι δύο εκεί, αλλά τι διαφορετικό δρόμο πήρε ο καθένας... Ο Μητροπολίτης της πόλης λοιπόν έβγαινε τώρα να προϋπαντήσει τον βασιλιά και εκείνος ζήτησε ως δώρο τρεις άρτους από εκείνους που έτρωγε ο Άγιος. Βέβαια ο Άγιος έτρωγε κριθαρένιο ψωμί και από εκείνο ακριβώς πρόσφερε στον Ιουλιανό.
Ο Ιουλιανός δέχθηκε το δώρημα και διέταξε να γίνει ανταμοιβή και να δώσουν εκείνοι στον Άγιο χόρτο από το λιβάδι!
Βλέποντας ο Άγιος την καταφρόνηση αυτή είπε: “Εμείς ω βασιλιά, από εκείνο που τρώγουμε, καθώς εζήτησες, σου προσφέραμε. Και η βασιλεία σου, όπως αρμόζει, μας αντάμειψε τη δωρεά από εκείνο που τρώγεις”...
Μόλις άκουσε αυτά ο βασιλιάς θύμωσε πολύ και λεει απειλητικά στον Άγιο:
“Τώρα δέξου τη δωρεά αυτή και όταν επιστρέψω από τη Περσία νικητής, τότε, την μεν πόλη σου θα κατακάψω, τον δε από σένα απατώμενο μωρό λαό θα αιχμαλωτίσω, διότι τους θεούς τους οποίους εγώ προσκυνώ αυτοί ατιμάζουν, εσύ δε θα λάβεις την πρέπουσα αμοιβή”!
Και αφού ξεστόμισε αυτές τις φρικτές απειλές ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, τράβηξε για την Περσία.
Ο δε Άγιος επέστρεψε με τη σειρά του μέσα στην Καισαρεία και κάλεσε όλο τον κόσμο. Αφού τους είπε τις απειλές του βασιλιά για την καταστροφή της πόλης και την αιχμαλωσία, τους συμβούλευσε να μη λυπηθούν τα χρήματά τους, αλλά να φροντίσουν για τη ζωή τους και ό,τι χρήματα έχουν να τα μαζέψουν σε ένα τόπο και όταν μάθουν ότι επιστρέφει ο βασιλιάς, να τα ρίξουν σωρούς στους δρόμους, μην και εκείνος ως φιλοχρήματος βλέποντάς τα ειρηνεύσει και δεν πράξει το κακό που σκέπτεται.
Οι Χριστιανοί πράγματι, πήγαν και έφεραν έναν αμέτρητο πλούτο: χρυσάφι, ασήμι, και πολύτιμους λίθους! Ο Άγιος, τα τοποθέτησε όλα στο Σκευοφυλάκιο, γράφοντας το καθενός το όνομα για να φυλαχτούν, μέχρι να μάθουν για την επιστροφή του Ιουλιανού.
Όταν λοιπόν μαθεύτηκε ότι επιστρέφει, μάζεψε τους Χριστιανούς με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και τους είπε να νηστεύσουν τρεις ημέρες. Έπειτα τους πήρε όλους και ανέβηκαν στο βουνό της Καισαρείας που ονομαζόταν Δίδυμο, επειδή είχε δύο κορυφές. Στο βουνό αυτό υπήρχε Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου όλοι οι Χριστιανοί σαν έφτασαν, άρχισαν με συντετριμμένη καρδιά να παρακαλούν τον εύσπλαχνο Χριστό και την Υπέραγνη Μητέρα Αυτού, όπως μεταλλάξει την απόφαση του ασεβέστατου βασιλιά. Τότε και ενώ συνεχιζόταν η προσευχή, είδε ο Άγιος Βασίλειος πλήθος στρατιάς ουρανίου να κυκλώνει το όρος και ανάμεσά τους μια γυναίκα να κάθεται σε θρόνο με πολλή δόξα, η οποία είπε στους Αγγέλους που βρισκόταν γύρω της:
“Καλέσατέ μου το Μερκούριο, όπως μεταβεί και φονεύσει τον εχθρόν του Υιού μου Ιουλιανό”!
Είδε τότε ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας ότι ήλθε ο Μάρτυς Μερκούριος ενδεδυμένος με τα όπλα του και λαβών προσταγή από τη γυναίκα εκείνη η οποία ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος, έφυγε αμέσως!
Έπειτα, η Βασίλισσα των Αγγέλων, η Παναγία, προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του παρέδωσε βιβλίο που περιείχε γραμμένη όλη τη δημιουργία της Κτίσεως και κατόπι τον άνθρωπο πλασμένο υπό του Θεού. Και στην αρχή του βιβλίου ήταν επιγραφή που έλεγε “Ειπέ”, ενώ στο τέλος του βιβλίου όπου και έλεγε για την πλάση του ανθρώπου έγραφε “Τέλος” (αυτό εσήμαινε ότι επειδή ο Άγιος έγραφε ένα βιβλίο ερμηνευτικό στην Εξαήμερο του Μωυσή σχετικά με τη δημιουργία του Κόσμου, το κεφάλαιο περί της πλάσεως του ανθρώπου από το Θεό δε θα το τελείωνε. Το τελείωσε όμως μετά την κοίμησή του, ο αδελφός του Άγιος Γρηγόριος Νύσσσης).
Αυτή την οπτασία αφού είδε ο Άγιος ευθύς εξύπνησε και μαζί με κάποιους Κληρικούς κατέβηκε αμέσως στην πόλη της Καισαρείας, όπου και βρισκόταν Ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, στον οποίο βρισκόταν το λείψανο και τα όπλα του, επειδή ο Άγιος Μερκούριος είχε μαρτυρήσει εκεί προ εκατό ετών. Σ΄ αυτό το Ναό μπήκε λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Βασίλειος και μη βρίσκοντας το λείψανο και τα όπλα, ρωτούσε τον Σκευοφύλακα της Εκκλησίας τι απέγιναν. Εκείνος βέβαια δε γνώριζε τίποτα. Τότε κατάλαβε ο Μέγας Βασίλειος ότι ήταν αληθινό το όραμα και ότι κατά τη νύχτα εκείνη εφονεύθη ο ασεβέστατος Ιουλιανός!
Αμέσως, ο Άγιος Μητροπολίτης ξανανέβηκε στο βουνό και λεει στους Χριστιανούς:
“Χαίρετε και αγαλλιάσθε σήμερον, αδελφοί. Εισακούσθηκε η δέησή μας, διότι ο μιαρός βασιλεύς υπέστη την πρέπουσα τιμωρία. Οπότε ευχαριστούντες το Θεό, ας πάμε στην πόλη, για να λάβει ο καθένας τα χρήματα που έδωσε”.
Μόλις άκουσαν αυτά οι Χριστιανοί, είπαν όλοι δυνατά με μια φωνή:
“Σκεφθήκαμε να τα δώσουμε στον ασεβή βασιλιά για τη ζωή μας. Τώρα να μην τα προσφέρουμε στον Βασιλέα του ουρανού και της γης, ο οποίος μας εχάρισε τη ζωή;”...
Ο Άγιος, επαίνεσε τότε την προθυμία τους και όρισε να λάβουν το ένα τρίτο από ό,τι έδωσε ο καθένας και με τα υπόλοιπα να χτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία (σ.σ. όλα αυτά που απετέλεσαν αργότερα το θαυμαστό χριστιανικό, φιλανθρωπικό συγκρότημα της Βασιλειάδας).
Αφού λοιπόν φονεύτηκε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης από τον Άγιο Μερκούριο κατά τρόπο θαυματουργικό, βασίλεψε για ένα χρόνο ο θεοσεβής Ιοβιανός και μετά οι Ουαλεντιανός και Ουάλης, ο οποίος και ήταν Αρειανός. Οι Αρειανοί, οπαδοί του Αρείου, πρέσβευαν τη μέγιστη βλασφημία, πώς δήθεν ο Χριστός ήταν “κτίσμα του Θεού”. Το ίδιο πρεσβεύουν εκτός των άλλων σήμερα και οι Ιεχωβάδες, που λένε “Χριστός”, αλλά εννοούν κτίσμα, άγγελο-κτίσμα και όχι Θεό!..
Επόμενο ήταν επομένως να σηκωθεί μεγάλος διωγμός εναντίον των Ορθοδόξων Χριστιανών στην Ανατολή, όπου και βασίλεψε ο Ουάλης. Ο Άγιος Βασίλειος, ο γίγας ο αλύγιστος της Πίστης, παρρησία κήρυττε στον κόσμο της Καισαρείας ότι ο βασιλιάς ήταν αιρετικός! Αυτό όταν το έμαθε ο Ουάλης, θέλησε ο ίδιος να μεταβεί στην Καππαδοκία και καθοδόν έστειλε εμπρός του τον αρχιμάγειρά του Δημοσθένη για να απειλήσει τον Αϊ Βασίλη, αλλά δεν κατάφερε να αλλάξει τη γνώμη του Αγίου και επέστρεψε άπρακτος.
Ο Ουάλης έστειλε τότε ένα σπουδαίο άρχοντά του, τον Μόδεστο, να απειλήσει τον Άγιο με μεγάλες τιμωρίες, εάν δεν δεχθεί την αιρετική γνώμη του βασιλιά! Αλλά και αυτός εν τέλει επέστρεψε άπρακτος, χωρίς να μπορέσει να εκτρέψει τον Αρχιεπίσκοπο από την Ορθοδοξία, λέγοντας χαρακτηριστικά στον βασιλιά:
“Ευκολότερο είναι να μαλάξει κάποιος το σίδηρο, παρά τη γνώμη του Βασιλείου”!!!
Μόλις άκουσε αυτά ο Ουάλης, θαύμασε την ανδρεία της ψυχής του Αγίου και θέλησε να πάει μόνος του στην Εκκλησία, να ακούσει τον Άγιο Βασίλειο πώς δίδασκε! Ήταν τότε η εορτή των Θεοφανίων και αντίκρισε ο βασιλιάς αναρίθμητο πλήθος λαού να κάθεται με κάθε τάξη και να ακούει τη διδασκαλία του Επισκόπου του και τον Άγιο να στέκεται με κάθε σεμνότητα και να διδάσκει ως άλλος Απόστολος, κατενύγη την ψυχή! Και τότε, εκείνη την ημέρα, μίλησε με σωφροσύνη στον Άγιο και έφυγε. Μετά όμως από μερικές ημέρες, πηγαίνοντας σε αυτόν οι “επίσκοποι” που προσχώρησαν στην αίρεση, άλλαξαν τη γνώμη του Ουάλη και τον έπεισαν να εξορίσει τον Άγιο! Οπότε και διατάχθηκε η γραφή της αποφάσεως εξορίας...
Άλλες όμως οι βουλές του Κυρίου... Διότι θαυμαστά ενήργησε και πάλι ο Χριστός μας, αφού την ώρα που ο γραφέας θα έγραφε την απόφαση, παρέλυσε το χέρι του! Αλλά και του βασιλιά ο γιος τόσο βαριά αρρώστησε, που κόντευε να πεθάνει! Βλέποντας αυτά λοιπόν ο Ουάλης, κατάλαβε ότι δεν ήταν θέλημα Θεού να εξοριστεί ο Ορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας και μάλιστα διεμήνυσε στον ίδιο τον Αϊ Βασίλη, να πάει να κάνει προσευχή πάνω από το παιδί! Και ω του θαύματος! Και μόνο που το είδε ο Άγιος εκείνο αμέσως γιατρεύτηκε!!!
Αλλά και τον έπαρχο Μόδεστο, που κινδύνευε να πεθάνει, μετά από λίγο ιάτρευσε από την ασθένειά του ο Μέγας Βασίλειος! Βλέποντας όλα αυτά ο βασιλιάς και θαυμάζοντας την αρετή του Αγίου, επέστρεψε τελικά πίσω, αφήνοντας ανενόχλητο τον Άγιο...
Αργότερα, ο Ουάλης θέλησε να μοιράσει την επαρχία της Καππαδοκίας σε δύο επάρχους και ο ένας να έχει έδρα της Καισαρεία, ο άλλος τα Τύανα. Μαθαίνοντας αυτό όμως κάποιοι Επίσκοποι στα Τύανα και ιδιαίτερα κάποιοι αιρετικοί, ερχόταν σε αντίθεση με τον Αρχιεπίσκοπο Καππαδοκίας και Μητροπολίτη Καισαρείας Βασίλειο, θέλοντας να χωρίσουν την Καππαδοκία σε δύο Μητροπόλεις, όπως θα ήταν και οι έπαρχοι. Όμως ο Άγιος έλεγε σε αυτούς με ταπείνωση ότι η Εκκλησία δεν έχει υποχρέωση να ακολουθεί τη βασιλεία, αλλά η βασιλεία την Εκκλησία και ότι δεν είναι πρέπον να χωρίσουν οι Μητροπολίτες, επειδή χώρισαν οι έπαρχοι.
Όμως εκείνοι δεν άκουσαν και χειροτόνησαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Άνθιμο και άρπαξαν και το Ναό του Αγίου Ορέστου στους πρόποδες του Ταύρου. Αλλά με την υπομονή του Αγίου και τη δικαιοσύνη του Θεού, ο Άνθιμος τιμωρήθηκε και σύντομα ενώθηκαν και πάλι εκκλησιαστικά οι επαρχίες. Τότε λέγεται πως ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Βασίλειος, χειροτόνησε τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο Επίσκοπο, σε μικρή Επισκοπή που λεγόταν Σάσιμα.
Κάποτε ο Άγιος, θέλησε να παει σε μια πόλη την οποία υπηρετούσε κάποιος Ιερέας Αναστάσιος, ενάρετος και δίκαιος. Ο Ιερέας αυτός εκτός από την εγκράτεια και τη νηστεία που μεταχειριζόταν, είχε και σύζυγο, τη Θεογνωσία, την οποία καθόλου δε γνώρισε σαν γυναίκα επί σαράντα ολόκληρα χρόνια και την είχε ως αδελφή του! Οι άνθρωποι της πόλεως, χωρίς να ξέρουν, έλεγαν ότι είναι στείρα και δε γεννά παιδιά...
Αλλά και άλλη κρυφή αρετή είχε εκείνος ο Ιερέας, διότι φιλοξενούσε στο σπίτι του άνθρωπο ασθενούντα από λώβη (λέπρα!), τον οποίο περιποιούνταν και φρόντιζε αυτός και η πρεσβυτέρα του, χωρίς να το γνωρίζει κανένας!..
Όταν λοιπόν ξεκίνησε ο Άγιος Βασίλειος να πάει εκεί, ο Ιερέας Αναστάσιος το πληροφορήθηκε δια Πνεύματος Αγίου και είπε στην πρεσβυτέρα του:
“Αδελφή μου, εγώ θα πάω στον αγρό μας επειδή είναι ανάγκη. Σήμερα δε έρχεται ο Δεσπότης μας και την τάδε ώρα να εξέλθεις με θυμίαμα και λαμπάδες για να τον προϋπαντήσεις”!
Όταν λοιπόν βγήκε η Θεογνωσία, την ώρα που της είπε ο Αναστάσιος, έφτανε πράγματι και ο Αϊ Βασίλης και της είπε:
“Πώς έχεις κυρία Θεογνωσία”;
Αυτή εξεπλάγη στο άκουσμα του ονόματός της και απάντησε:
“Καλώς, Δέσποτα Άγιε”.
“Πού είναι ο κύριος Αναστάσιος, ο πρεσβύτερος αδελφός σου”;
“Σύζυγός μου είναι Δέσποτα και έχει μεταβεί εις τον αγρό για να εργασθεί” απάντησε εκείνη.
“Αυτός ήλθε και είναι εντός της οικίας, μη στείλεις λοιπόν ανθρώπους να τον καλέσουν” την πληροφόρησε τότε ο Άγιος!
Όταν άκουσε λοιπόν η Θεογνωσία τις προφητείες του Αγίου, έπεσε στα πόδια του με δάκρυα λέγοντας:
“Εύχου υπέρ εμού της αμαρτωλής Δέσποτα Άγιε, διότι βλέπω σε σένα μεγάλα και θαυμαστά”!
Ευχήθηκε τότε για αυτή ο Δέσποτας Βασίλειος και ξεκίνησε για το σπίτι, όπου έξω από την πόρτα τον προϋπάντησε πράγματι ο Ιερέας Αναστάσιος. Και όταν κάθισαν, ζήτησε από αυτόν ο Αρχιεπίσκοπος να διηγηθεί τις αρετές του, για την ωφέλεια των παρισταμένων Χριστιανών.
“Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι Δέσποτα Άγιε, αποκρίθηκε ο Αναστάσιος. Ποια αρετή ζητάς από μένα; Τούτο δε λέγω στην αρχιερωσύνη σου. Ότι έχω δύο άροτρα και το μεν ένα εργάζομαι εγώ, το δε άλλο ο δούλος μου. Από το προϊόν κρατούμε όσο αρκεί για να περάσουμε το χρόνο και το υπόλοιπο το δίνουμε στους πτωχούς. Έχω δε και τη σύζυγό μου και δούλη σου η οποία με υπηρετεί”.
“Μην τη λες σύζυγό σου, είπε τότε ο Άγιος, αλλά να τη λες αδελφή σου, καθώς πράγματι είναι και πες μου και τις άλλες αρετές σου”.
“Καμιά αρετή δεν έχω Δέσποτά μου, απάντησε ο Ιερέας και είμαι έρημος πάσης αγαθοεργίας”.
“Σήκω και έλα μαζί μου” του ζήτησε τότε ξαφνικά ο Αϊ Βασίλης και τον οδήγησε στο κελί, όπου ήταν ο ασθενής λεπρός και του λεει: “Άνοιξε αυτή την πόρτα”.
“Μη μπεις Άγιε του Θεού, διότι ο τόπος είναι μολυσμένος” είπε ο Ιερέας.
“Και εγώ τέτοιο τόπο χρειάζομαι” απάντησε ο Άγιος και επειδή ο Πρεσβύτερος δε θέλησε να ανοίξει την πόρτα για να μη γίνει φανερή η αρετή του, δια μόνης της προσευχής του την άνοιξε ο Άγιος και αφού μπήκε μέσα είπε στον Αναστάσιο:
“Γιατί αποκρύπτεις από εμένα αυτό το θησαυρό”;
“Είναι οργίλος και οξύθυμος Δέσποτά μου και φοβήθηκα να σας τον παρουσιάσω μήπως σας πει λόγο κάποιο βλάσφημο”.
“Καλά αγωνίσθηκες για αυτόν επί τόσους χρόνους, αλλά άφησε και εμένα αυτή τη νύχτα να τον υπηρετήσω” είπε ο Άγιος και κάθισε μαζί με τον λεπρό όλη τη νύχτα προσευχόμενος θερμά προς το Θεό. Και ω του θαύματος! Το πρωί έβγαλε αυτόν από το κελί τελείως θεραπευμένο, χωρίς να έχει ούτε το ελάχιστο σημάδι της λέπρας!!!
Τον καιρό εκείνο, ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος (εκ Συρίας) βρίσκονταν στην έρημο και ησύχαζε. Σαν άκουσε για τα θαύματα του Αγίου Βασιλείου, παρεκάλεσε το Θεό να του αποκαλύψει τι και ποιος είναι ο Βασίλειος. Είδε τότε στήλη πυρός, η οποία υψωνόταν μέχρι του ουρανού και άκουσε φωνή που έλεγε:
“Εφραίμ, Εφραίμ, καθώς την πύρινη ταύτη στήλη, τοιούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος”!!!
Τότε χωρίς καθόλου να αμελήσει, παρέλαβε μαζί του διερμηνέα που γνώριζε την Ελληνική και τη Συριακή γλώσσα και πήγε στην Καισαρεία.
Ήταν τότε η εορτή των Φώτων και μπαίνοντας στην Εκκλησία ο Όσιος Εφραίμ, είδε τον Άγιο Βασίλειο ενδεδυμένο λαμπρά και πολύτιμα άμφια, να τελεί με μεγάλη παρρησία τη Θεία Λειτουργία και κατηγόρησε τον εαυτό του και είπε προς τον διερμηνέα “ματαίως κοπιάσαμε αδελφέ. Διότι αυτός, αν και εις τοιαύτη δόξα ευρίσκεται, δεν είναι καθώς τον είδα”...
Αυτά που έλεγε ο Όσιος Εφραίμ, τα πληροφορήθηκε ο Άγιος εκ Πνεύματος Αγίου και αφού κάλεσε ένα Διάκονο, του είπε να πάει στη δυτική θύρα της Εκκλησίας, θα βρει δύο Μοναχούς, τον ένα αγένειο ψηλό και λεπτόσαρκο, τον άλλο με μαύρη γενειάδα και να πει τότε στον αγένειο: “Να έλθεις στο Άγιο Βήμα, διότι σε καλεί ο πατήρ σου ο Αρχιεπίσκοπος”...
Πράγματι πήγε ο Διάκονος και αφού με το ζόρι διέσχισε το πλήθος, είπε προς τον Όσιο Εφραίμ τα λόγια του Βασιλείου. Τότε εκείνος δια του διερμηνέως απάντησε:
“Επλανήθεις αδελφέ, διότι εμείς είμαστε ξένοι και άγνωστοι. Πώς λοιπόν μας γνωρίζει ο Αρχιεπίσκοπος”;
Γύρισε ο Διάκονος πίσω στον Άγιο Δέσποτα και του τα ανέφερε, αλλά πάλι ο Άγιος τον έστειλε πίσω λέγοντάς του “πήγαινε και πες “Κύριε Εφραίμ, ελθέ στο Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος””.
Πήγε λοιπόν ο Διάκονος δεύτερη φορά και αφού ασπάσθηκε τα άκρα των ποδών του Οσίου του είπε τα λόγια του Αγίου Βασιλείου. Τότε ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος προσέφερε μετάνοια στο Διάκονο και είπε:
“Αληθώς στήλη πυρός είναι ο Μέγας Βασίλειος, αλλά τον παρακαλώ για να μιλήσουμε μόνοι μας στο σκευοφυλάκιο”.
Όταν λοιπόν τέλειωσε η Θεία Λειτουργία, προσκάλεσε ο Άγιος Βασίλειος τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο και αφού τον ασπάσθηκε, συνομίλησε μαζί του για πνευματικά και θεία νοήματα και τον παρακάλεσε στο τέλος εάν έχει κάποιο ζήτημα κρυμμένο στην καρδιά του να το πει.
Τότε ο Όσιος Εφραίμ είπε δια του διερμηνέα:
“Μία χάρη ζητώ από την αρχιερωσύνη σου, δούλε του Θεού”.
“Ό,τι επιθυμείς ζήτησε, αποκρίθηκε ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος, διότι πολλά σου οφείλω, για τον κόπο τον οποίο κατέβαλες για την ταπεινότητά μου”.
Είπε τότε ο Όσιος Εφραίμ:
“Γνωρίζω, Δέσποτα Άγιε, ότι εάν παρακαλέσεις για κάτι το Θεό, σου το προσφέρει. (!!!) Επιθυμώ λοιπόν να παρακαλέσεις να μιλήσω στα Ελληνικά, διότι καθόλου δε γνωρίζω τη γλώσσα αυτή τη δική σας”.
Και απάντησε ο Άγιος Βασίλειος:
“Υπέρ τη δύναμή μου είναι το αίτημά σου πάτερ Άγιε και της ερήμου καθηγητά. Αλλά επειδή εζήτησες τούτο μετά πίστεως, ας δεηθούμε και οι δύο στο Θεό και είναι σε Εκείνον δυνατό να πραγματοποιήσει την επιθυμία σου. Διότι, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαβίδ, (ο Θεός το) θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς”.
Αφού λοιπόν είπε αυτά, μαζί με το Όσιο Εφραίμ το Σύρο - που μιλούσε μέχρι τότε μόνο τη μητρική του γλώσσα, τα Συριακά - στάθηκαν για πολλή ώρα σε προσευχή και μόλις την τέλειωσαν, είπε ο Μέγας Βασίλειος μεγαλοφώνως:
“Η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος να είναι μαζί σου και λάλησε Ελληνικά”!!!
Και ευθύς ως είπε αυτό ο Άγιος, ο Αϊ Βασίλης, ω του θαύματος! Ανοίχθηκε το στόμα του Οσίου Εφραίμ και μίλησε Ελληνικά, όπως ακριβώς ο Άγιος Βασίλειος και όλοι οι Έλληνες Χριστιανοί!!! ( σημ. Όχι όπως οι λεγόμενοι Πεντηκοστιανοί, που λαλούν άναρθρες και ακαταλαβίστικες κραυγές και ανύπαρκτες λέξεις οι καημένοι και ζουν σε βαρύτατη πλάνη, αφού ούτε καν καταλαβαίνουν αυτά που λενε ακόμη και οι ίδιοι, ούτε γνωρίζουν καμιά απολύτως “άλλη” γλώσσα, αφού και για να μάθουν τα απλά αγγλικά πηγαίνουν σε φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών... Όμως Χάρισμα Γλωσσών όπως φαίνεται και εδώ και στο βίο του Αγίου Χριστοφόρου και στο βίο των Αποστόλων, σημαίνει ότι δίνεται στον άνθρωπο, τον Ορθόδοξο Χριστιανό, τον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δίνεται άλλη υπαρκτή γλώσσα τέλεια, όπως ακριβώς η μητρική γλώσσα και σε όλες της τις εκφάνσεις. Σκέψη, ομιλία, γραφή, συζήτηση, κατανόηση. Κάτι που είναι παντελώς άγνωστο και αδύνατο στις νεοπεντηκοστιανές αιρέσεις, που τα θύματά τους την ώρα της επήρειας του πονηρού πνεύματος, κράζουν ανύπαρκτα και ακαταλαβίστικα πράγματα)...