Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010
Η πικρή γεύση της νύχτας
Μετά μεγάλωσα. Οι προτεραιότητες άλλαξαν. Πρωινό ξύπνημα, υποχρεώσεις, οι συντροφιές διαλύθηκαν και οι όμορφοι άνθρωποι της νύχτας ή πήγαν στον Παράδεισο ή κρύβονται κάπου. Η γενιά μου απλά αποσύρθηκε. Διακριτικά και με αξιοπρέπεια.
Τα τελευταία χρόνια όταν βγαίνω, μάλλον σπάνια, έχω μία συνήθεια:
κάθομαι σε μια άκρη και παρατηρώ. Κυρίως του νέους. Μου φαίνονται άγνωστοι. Το ίδιο και τα παλιά στέκια που τα περισσότερα είναι τα ίδια. Όλα έχουν αλλάξει, όχι βέβαια προς το καλύτερο. Στην ατμόσφαιρα δεν υπάρχει τίποτα το αληθινό. Κυριαρχεί μια επίφαση διασκέδασης, αλλά λείπει η πραγματική διασκέδαση.
Η γλώσσα του σώματος των γύρω μου, μαρτυρά μια αγωνία, ένα θυμό, μια κούραση, μια ανασφάλεια και μια προσπάθεια να νικηθούν τα αδιέξοδα. Το ποτό δε λύνει γλώσσες, δε φέρνει χαμόγελα, αλλά αντίθετα, κάνει τα προβλήματα του καθενός πιο δυσεπίλυτα.
Οι συζητήσεις τελικά δεν περιστρέφονται γύρω από θέματα που φέρνουν τον έναν πιο κοντά στον άλλον, αλλά νιώθεις ότι ανάμεσα στον κόσμο η μοναξιά γιγαντώνεται.
Διάβασα πρόσφατα μια επιστημονική έρευνα, που απεκάλυπτε ότι το 70% των Ελλήνων πάσχει από κατάθλιψη ήπιας ή σοβαρής μορφής, αποτέλεσμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Δυσκολίες που ομολογώ πως η δική μου γενιά δεν γνώρισε. Εμείς δεν ξέραμε τι είναι το Δ.Ν.Τ., δεν αντιμετωπίσαμε τόσο δραματικά το φάσμα της ανεργίας, δε φοβηθήκαμε για τη σύνταξή μας, ούτε χάσαμε τον καλύτερό μας φίλο λίγο μετά την εφηβεία από ναρκωτικά. Κυκλοφορήσαμε χωρίς να τρέμουμε σε μια πόλη πιο όμορφη και πιο καθαρή.
Οι νέοι που παρατηρώ έχουν κάθε λόγο να μη χαίρονται τη ζωή τους και τα νιάτα τους. Δυστυχώς! Η σκοτεινιά στα πρόσωπά τους και η ψυχική τους κούραση είναι δικαιολογημένη. Νιώθουν προδομένοι μέσα σ’ ένα γκρίζο αδιέξοδο, από το οποίο στατιστικά, οι πιο πολλοί δε θα βγουν ποτέ…
Το Σαββατόβραδο που πέρασε βρέθηκα σ’ ένα μπαρ, από τα πιο γνωστά, που πάντα μου άρεσε. Δίπλα μου ο κόσμος ελάχιστος. Κακοντυμένος. Άλλοι δε μιλούσαν καθόλου και άλλοι με φανερά τα σημάδια της ανίας, απλώς είχαν βγει για να βγούνε. Κανείς δε γελούσε και το πιο σημαντικό κανείς δε φλέρταρε. Το ποτό πανάκριβο. Ένα ποτήρι κρασί 8 ευρώ. Η μουσική χωρίς στίγμα ή ταυτότητα. Ήχοι σκόρπιοι κι εύκολα ακούσματα, επιτυχίες της πλαστικής εποχής μας. Σκέφτηκα, Εγώ δεν ανήκω εδώ. Και πίνοντας μια δεύτερη γουλιά, προχώρησα τη σκέψη μου. Αυτή η όμορφη γενιά αγοριών και κοριτσιών δίπλα μου ανήκουν;
Τους αξίζει αυτός ο άθλιος κόσμος; Τους αξίζει μια ζωή χωρίς το δικαίωμα να κάνουν όνειρα; Μελαγχόλησα με τη σκέψη ότι σπαταλάνε τα πιο όμορφα χρόνια τους χωρίς οι ίδιοι να φταίνε και ξεπουλάνε τις σπουδές τους και τους κόπους των δικών τους για λιγότερα από 500 ευρώ. Πλήρωσα και βγήκα στο δρόμο.
Η Αθήνα μου φάνηκε ξένη και σκοτεινή. Όχι σαν κι αυτήν που ήξερα. Το Σύνταγμα πλημμυρισμένο από δεκάδες ταξί στην πιάτσα και οι εφημερίδες εκεί στη διασταύρωση με τη Φιλελλήνων, στοίβες και απούλητες. Οι δρόμοι άδειοι. Όπως και οι ψυχές αυτών που περπατούσαν.
Ομολογώ ότι τρόμαξα. Έκανα ασυναίσθητα συγκρίσεις και προσπαθώντας να μην τρελαθώ επιχείρησα να καταλήξω σε συμπεράσματα. Θέλησα σ’ αυτό το νυχτερινό σκηνικό να δω κάτι με αισιοδοξία. Στάθηκε αδύνατον. Η σκέψη μου και η ζωή μου, όπως όλων άλλωστε, είναι εγκλωβισμένες.
Έριξα μια ματιά στο νεαρό ζευγάρι που περίμενε το λεωφορείο για τον Πειραιά κρατώντας απ’ το χαρτζιλίκι τους, τα τελευταία ευρώ για την επιστροφή στο σπίτι τους. Ομολογώ ότι λυπήθηκα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα ότι αυτό το νεαρό αγόρι και κορίτσι, είναι τα αθώα θύματα μιας κοινωνίας που θα τους αφήσει έξω από το παιχνίδι της χαράς, της δημιουργίας και της προκοπής. Και αυτό είναι τουλάχιστον άδικο…
Υ.Γ. Γράφω αυτές τις γραμμές νωρίς το πρωί και για πρώτη φορά ο καφές που πίνω, μου φαίνεται απίστευτα πικρός.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου